Ματθαίος Μονσελάς: «Ποτέ Δεν Μου Έδωσαν Δεύτερη Ευκαιρία».

Ανεβαίνει την οδό Ερεχθείου με κατεύθυνση το Φιλοπάππου και την Ακρόπολη. Σε λίγο θα χαθεί μέσα στις φυλλωσιές και στην σπηλιά του στον λόφο , πατώντας ελαφρά πάνω σε αρχαίες πλάκες, γυρνώντας στα κλεφτά να δει αν τον ακολουθούν τα δύο γέρικα σκυλιά του. Ζει θαρρείς σαν ένας σύγχρονος Διογένης, αλλά το όνομα του είναι Ματθαίος Μονσελάς…

«Εμένα η πόλη μου και η κοινωνία της ποτέ δεν μου έδωσε μία δεύτερη ευκαιρία. Θαρρείς και με εξόρισαν μέσα στα ίδια της τα τείχη. Ζήτησα δουλειά αλλά δεν μου έδωσαν. Με έδιωχναν από παντού… Όμως βαθειά μέσα στην ψυχή μου, αυτή η πόλη, που έρχονται από τα πέρατα του κόσμου να την δουν, οι σπηλιές της και οι ψυχές όσων ζουν σαν κι εμένα είναι η Πόλη μου. Και δεν την παραδίδω…» λέει με τρόπο τρυφερό ο Ματθαίος Μονσελάς.

«Είμαι Αθηναίος» , απαντά, με μία βαθειά επίγνωση της λέξης «πολίτης», κοιτώντας τους τουρίστες που ανέβαιναν προς την Ακρόπολη, όταν τον ρώτησα «γιατί μετά την αποφυλάκιση σου δεν έφυγες μακριά απο την πόλη…».

Είναι ο άνθρωπος που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία τον Ιανουάριο του 1994 όταν παραδέχθηκε ότι έγινε «δολοφόνος κατά παραγγελία» του ίδιου του θύματος. Της 40χρονης οδοντιάτρου Γιόλας Βαγενά, που του ζήτησε να τη σκοτώσει γιατί υπέφερε μετά τον χωρισμό με τον άντρα της, και εκείνος το έπραξε…
«Θα γράψεις όπως και οι άλλοι για εκείνη την ιστορία ;» ρώτησε ξαφνικά με αφοπλιστική ειλικρίνεια , αν και αρκετή ώρα που καθόμασταν σε εκείνο το καφέ της οδό Ερεχθείου, η συζήτηση μαζί του δεν είχε θίξει την συγκεκριμένη υπόθεση.

Μου ΄ρθε στο νου ο στίχος του Γκάτσου «μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα …» που ο Χατζηδάκης είχε ζητήσει από τον Μανώλη Μητσιά στην πρώτη πρόβα να το πει όχι σαν ένα απλό τραγούδι , αλλά με συνωμοτικό σχεδόν τρόπο…

«Να σου πω εγώ λοιπόν την αλήθεια, για πρώτη φορά από τότε. Δεν το έκανα εγώ το φονικό. Εκεί με έβαλαν. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Με στρατολόγησαν γιατί ήμουν ένα αθώο, ένα τίμιο παιδί των δρόμων της πόλης. Αν μπορείς να καταλάβεις την έννοια αυτών των λέξεων…» τον άκουσα προσεκτικά να λέει ο Ματθαίος Μονσελάς.

Το φονικό…

Η 40χρονη οδοντίατρος Γιόλα Βαγενά ,παντρεμένη με τον γιατρό Π.Κ, ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της διατηρεί εξωσυζυγική σχέση. Σοκάρεται και αναζητά τρόπο να αυτοκτονήσει! Δεν έχει όμως την δύναμη να το πράξει και καταφεύγει σε συγγενείς και γνωστούς. Πιέζει την αδελφή της να την σπρώξει απο την ταράτσα,καλεί έναν τεχνικό να της προκαλέσει ηλεκτροπληξία, αλλά όλοι αρνούνται…

Η ίδια ανακαλύπτει τον «λυτρωτή» της στο πρόσωπο ενός υπαλλήλου του πάρκινγκ που αφήνει το αυτοκίνητο της. Είναι ο μοναχικός Ματθαίος Μονσελάς και η γνωριμία τους μετατρέπεται σε φιλία. Πηγαίνουν συχνά βόλτες με το αυτοκίνητο της, συζητούν και η Βαγενά του ζητά να την βοηθήσει να θέσει τέρμα στη ζωή της , εκείνος αρνείται αλλά εκείνη συνεχίζει να τον πιέζει. Απελπισμένη η γυναίκα του δίνει ένα όπλο και εκείνος το παίρνει ώστε να μην το χρησιμοποιήσει η ίδια.

«Από τότε που μου έδειξε το όπλο, με πήγαινε σε ερημικές τοποθεσίες της Κορίνθου, της Χαλκίδας, της Λαμίας και της Αττικής. Όταν φτάναμε εκεί μου ζητούσε να τη σκοτώσω λέγοντάς μου ότι δεν μας έβλεπε κανείς…», είχε πει στην απολογία τους.

Όμως το μοιραίο βράδυ της 11ης Ιανουαρίου 1994 η Βαγενά του ασκεί αφόρητη πίεση στην βόλτα τους στο Μαρκόπουλο. ««Σταμάτησε, γύρισε προς τα εμένα και μου είπε, άντε καλά είναι εδώ, εντάξει…» και ο Μονσελάς την πυροβολεί, με σκοπό να την τραυματίσει μήπως και συνέλθει απο το σοκ. Η Γιόλα όμως πέφτει νεκρή και ο Μονσελάς συλλαμβάνεται, πέφτει σε αντιφάσεις και τελικά ομολογεί : «Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα» λέει συνεχώς.

Στη δίκη του ακόμα και η Εισαγγελέας εξαπολύει δριμύ κατηγορώ εναντίον του συζύγου του θύματος, αλλά ο Μονσελάς καταδικάζεται σε 12 χρόνια. Θα αποφυλακιστεί στις 30 Δεκεμβρίου 1998. «Όταν βγήκα προσπάθησα να μαζέψω τα κομμάτια μου. Η Γιόλα και ο Θεός με είχαν δικαιώσει. Δεν υπολόγισα όμως την κοινωνία. Όπου κι αν ζήτησα δουλειά με έδιωχναν . Ήμουν το μαύρο πρόβατο…» λέει στην «R».
Άστεγος, έστησε το «καταφύγιο» του εκεί στη σκιά της Ακρόπολης και κέρδισε με την καλωσύνη τους γείτονες του. «Του έδωσα ένα μπουφάν για το κρύο και αρνήθηκε να το πάρει. Κι αν το έχει ανάγκη κάποιος άλλος,μου είπε, γιατί να του το στερήσω..» μας ανέφερε η κ. Νίκη.

Όταν τον συναντάς σε χαιρετά με καθαρό βλέμμα και συζητά μαζί σου ευχάριστα. Διαβάζει εφημερίδες, «έχω κινητό αλλά όχι αριθμό» λέει και δανείζεται Wi-Fi από τα καφέ που συναντά στο δρόμο του. Δεν διστάζει να σου πεί «γιατί με θυμόσαστε κάθε Χριστούγεννα…», και φιλοσοφεί κάθε εικόνα γύρω του. «Η νέα γενιά δεν έχει ισορροπία σήμερα» θα σχολιάσει βλέποντας ένα παιδί να περνά δίπλα του με το νέο του ηλεκτρικό πατίνι…

dikastiko.gr