1931: “Καημένε Αθανασόπουλε”

«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις», τραγουδούσαν οι ρεμπέτες το 1931. Ο τίτλος του τραγουδιού, σε μουσική και στίχους του Ιάκωβου Μοντανάρη, ήταν «Κακούργα Πεθερά» και πούλησε πάνω από 250.000 δίσκους. Αριθμός ασύλληπτος για την εποχή. Βασίστηκε στη δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου στις αρχές του χρόνου, στην περιοχή Χαροκόπου της Καλλιθέας. Mια δολοφονία πρωτοφανή, στην Αθήνα του μεσοπολέμου, που προσπαθεί να απορροφήσει τους πρόσφυγες του ’22 και να αποκτήσει ταυτότητα, ξεπερνώντας την οικονομική κρίση του’29. Οι πρώτες πολυκατοικίες έχουν ήδη υψωθεί στην Σταδίου και την Πανεπιστημίου και οι τροχονόμοι ρυθμίζουν την κυκλοφορία των λιγοστών αυτοκινήτων μέσα από τα «βαρέλια». Λίγες εκατοντάδες μέτρα από το κέντρο, τα γαϊδουράκια των νερουλάδων και των πλανόδιων μανάβηδων αγκομαχούν στους χωματόδρομους. Τα σπίτια χαμηλά, με αυλές και πηγάδια.

Είναι ανήμερα των Θεοφανίων, νωρίς το πρωί. Ένα μικρό αγόρι, που το έχει στείλει η μάνα του να δανειστεί το μύλο μιας γειτόνισσας για να αλέσει και να ψήσει καφέ στον άνδρα της, βρίσκει στην όχθη του Κηφισού, στο τέρμα της οδού Ορφέως, δύο τσουβάλια και φωνάζει τον πατέρα του, τον αγροφύλακα Νίκο Καβέ. Εκείνος φτάνει για να δει τα «ευρήματα» του γιου του. Στο κατόπι του τρέχουν και κάποιοι περαστικοί. Βλέπουν τα τσουβάλια, σκέφτονται ότι ίσως πρόκειται για τη «λεία» κάποιας κλοπής και κατευθύνονται στο Θ’ Αστυνομικό Τμήμα για να ενημερώσουν. Λίγο αργότερα επιστρέφουν στο ρέμα μαζί με έναν αστυφύλακα. Εκείνος σκίζει στην άκρη τα δύο τσουβάλια και «παγώνει». Δυσοσμία και κομμάτια ανθρώπινου σώματος με αίμα! Τις επόμενες ώρες, και για τους επόμενους μήνες, η περιοχή θα γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλης της Ελλάδας, που συγκλονίζεται στη θέα του τεμαχισμένου πτώματος.
Για πρώτη φορά στα εγκληματολογικά χρονικά η διαδικασία κινηματογραφείται από συνεργείο της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Αναζητήσεων. Τα τσουβάλια μεταφέρονται στο νεκροτομείο, στην οδό Σωκράτους. Οι ιατροδικαστές Γιάννης Γεωργιάδης και Γρηγόρης Κάτσας τα ανοίγουν και δεν πιστεύουν στα μάτια τους. «Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν Έλληνα χασάπη του Ντίσελντορφ», λένε και η άποψή τους σπέρνει τον τρόμο, καθώς μνημονεύουν τον άνθρωπο που μέσα σε δύο χρόνια είχε σκοτώσει και τεμαχίσει 15 ανθρώπους στην γερμανική πόλη!
«Συναρμολογούν» το πτώμα και η φωτογραφία δημοσιεύεται στις εφημερίδες προς αναγνώριση του θύματος. Όσο προχωρούν την εξέταση, τόσο σιγουρεύονται: «Ο δολοφόνος είναι γιατρός, είναι φανερό ότι έχει γνώσεις ανατομίας»! Το συμπέρασμά τους θα οδηγήσει σε πλάνη τους αστυνομικούς, που θα βάλουν την έρευνα σε λάθος «μονοπάτι».
Όταν λίγες ώρες αργότερα ο γιατρός Απόστολος Καρτσώνης πηγαίνει -από περιέργεια, όπως δεκάδες άλλοι- στο νεκροτομείο για αναγνώριση, τον κοιτούν καχύποπτα. Αυτός αναγνωρίζει το θύμα του πρωτοφανούς εγκλήματος. Είναι ο εξάδελφος και κουμπάρος του, Δημήτρης Αθανασόπουλος, 36 χρόνων, εργολάβος. Μαζί τα έπιναν πριν από λίγα βράδια στο Φάληρο με δύο γυναίκες, μαμά και κόρη! Οι αστυνομικοί πηγαίνουν για έρευνα στην κλινική του Καρτσώνη, στην οδό Γερανίου κοντά στην Ομόνοια. Ο γιατρός λείπει, αλλά σε ένα συρτάρι βρίσκουν ένα όπλο. «Αυτός είναι ο δολοφόνος», λένε με σιγουριά και τον κλείνουν στο κρατητήριο!
Οι εφημερίδες έχουν ήδη βγάλει έκτακτο παράρτημα, παρουσιάζοντας τον Καρτσώνη ως το δολοφόνο του Αθανασόπουλου. Πλέκουν, μάλιστα, σενάρια ότι τον παρέσυρε στην κλινική του και τον σκότωσε, για να του κλέψει ένα εκατομμύριο δραχμές που είχε εισπράξει την προηγούμενη ημέρα από το δημόσιο ταμείο! Στο σπίτι του 36χρονου εργολάβου, στην οδό Θησέως 101 στου Χαροκόπου, έχει μαζευτεί κόσμος. Ο υπαστυνόμος Λαμπρόπουλος φτάνει για να πει τα άσχημα μαντάτα στην οικογένεια. Η 23χρονη σύζυγος του Αθανασόπουλου, Σοφία -Φούλα τη φώναζαν- και η πεθερά του, Άρτεμις Κάστρου, 45 χρόνων, ξεσπούν σε λυγμούς. «Είχε 20 μέρες να φανεί στο σπίτι, ήταν τσακωμένοι με την κόρη μου. Κάθε τόσο αυτό γινόταν. Έφευγε από το σπίτι και έμενε σε ξενοδοχείο», λέει συντετριμμένη η πεθερά στον υπαστυνόμο. Εκείνος ζητάει συγνώμη για την αναστάτωση και φεύγει. Άλλωστε ο δολοφόνος είναι ήδη στο κρατητήριο! Μέχρι και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος στέλνει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον υπουργό Εσωτερικών Βύρωνα Καραπαναγιώτη για την εξιχνίαση του πρωτοφανούς εγκλήματος.
Ωστόσο ο Καρτσώνης, που έως τότε έκρυβε τα νυχτοπερπατήματα του κουμπάρου του, κινδυνεύει να πάει στη φυλακή. Έτσι αποκαλύπτει στους αστυνομικούς ότι το μοιραίο βράδυ που είχαν βγει με ένα κοινό τους φίλο, άφησαν τον Αθανασόπουλο στο σπίτι του. Άρα η πεθερά και η σύζυγός του είπαν ψέματα ότι είχαν να τον δουν 20 ημέρες. Η εξιχνίαση του εγκλήματος είναι πλέον θέμα χρόνου, καθώς οι πρωταγωνιστές πέφτουν σε αντιφάσεις. Οι αστυνομικοί βρίσκουν στο σπίτι χασαπόχαρτα και σκοινί, παρόμοια με αυτά που ήταν τυλιγμένο και δεμένο το πτώμα του Αθανασόπουλου, καθώς και κηλίδες αίματος που είχε ξεραθεί. Πρώτος ομολογεί ο Μοσκιός: «Δικό μου ήταν το όπλο, δεν μου το έδωσε η Φούλα»! Οδηγεί, μάλιστα, τους αστυνομικούς σε ένα ακατοίκητο σπίτι στο Μοσχάτο, όπου είχε «ξεφορτωθεί» τα ματωμένα ρούχα και το ρολόι του θύματος. Το όπλο το είχε δώσει σε έναν συγγενή του στον Πειραιά για να το φυλάξει.
Έγραφε η ανακοίνωση της Αστυνομίας: «Διελευκάνθη η φρικιαστική δολοφονία του Αθανασόπουλου. Οι δράστες είναι: Η πενθερά του Άρτεμις Κάστρου, ο 17ετής εξάδελφος της Σπύρος Μοσκιός, η σύζυγος του Αθανασοπούλου, Φούλα και η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου 35 ετών». Το έγκλημα είχε γίνει μέσα στο σπίτι του ζευγαριού, όπου εκτός από τα τρία τους παιδιά, έμενε και η μητέρα της Φούλας. Μάλιστα, όπως έλεγαν τα κουτσομπολιά, η Άρτεμις Κάστρου είχε συνευρεθεί ερωτικά με το γαμπρο της πριν εκείνος παντρευτεί την κόρη της, για να της αποδείξει ότι δεν έκανε γι’ αυτήν! Δράστης ήταν ο Μοσκιός, τον οποίο φιλοξενούσαν μέχρι να βρει μια καλή δουλειά ή να φύγει για την Αμερική, όπως σκεφτόταν. Μετά τη δολοφονία με δυο σφαίρες, προσπάθησαν να κάψουν το πτώμα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Ο Μοσκιός, με τη βοήθεια της οικιακής βοηθού, τεμάχισε το πτώμα, το οποίο ένας φίλος της Κάστρου και δύο φίλοι του μετέφεραν εκεί όπου βρέθηκε.
Το Φεβρουάριο του 1932, στο Κακουργιοδικείο της οδού Σανταρόζα μαζεύτηκαν εκατοντάδες περίεργοι, που μέχρι και… μέσον υπουργούς είχαν βάλει για να παρακολουθήσουν τη δίκη της πολύκροτης υπόθεσης! Πολλοί από τους 43 μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν ότι ο Αθανασόπουλος ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, με ιδιαίτερα γούστα, που κακοποιούσε σεξουαλικά την όμορφη γυναίκα του. Η Φούλα είπε στην απολογία της ότι το μοιραίο βράδυ, που είχε βγει με τον κουμπάρο και τον συνεταίρο του, επέστρεψε μεθυσμένος και την χτύπησε πάλι, όταν αρνήθηκε να εκτελέσει τα συζυγικά της καθήκοντα. Τότε ο Μοσκιός, που ήταν ένας απ’ τους πάμπολλους θαυμαστές της, ανέλαβε να «καθαρίσει» σαν άντρας, όπως τον προέτρεπαν οι τρεις γυναίκες του σπιτιού…
Σύζυγος και πεθερά καταδικάστηκαν σε θάνατο, η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου σε ισόβια κάθειρξη και ο Μοσκιός σε κάθειρξη 20 ετών, καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε ελαφρυντικά, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης. Οι τρεις γυναίκες οδηγήθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ. Τον Ιούλιο του 1941 αποφυλακίστηκαν, εκμεταλλευόμενες το διάταγμα της κυβέρνησης Τσολάκογλου για την αποσυμφόρηση των φυλακών. Ο Μοσκιός πέθανε το 1936 από καρκίνο στις φυλακές Συγγρού.
astinomiko.gr