Σαν αγρίμια ζούσαν μάνα και κόρη το δικό τους μεσαίωνα. Με κλειστά παράθυρα και μόνο φως τις χλομές αχτίδες που ξεπηδούσαν από ένα μανουάλι. Χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο, κάτω από πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής, χωρίς νερό ή τηλέφωνο. Η 16χρονη Εύα πέρασε την εφηβεία της απομονωμένη σαν σε φυλακή. Μοναδικό της στήριγμα και ταυτόχρονα μοναδικό της ενδιαφέρον ήταν η μάνα της.
Ο πατέρας της είχε να την δει από τριών ετών, όταν χώρισε από τη μητέρα της. Ήταν Νοέμβριος 1990 όταν έστειλε στο Αστυνομικό Τμήμα Κυψέλης μια επιστολή, μέσα από την οποία εξέφραζε την ανησυχία του για την τύχη της κόρης του. Οι μαρτυρίες κάποιων γειτόνων, που είπαν ότι έβλεπαν πού και πού τη 48χρονη μάνα, να περπατάει βιαστικά και να μπαίνει σαν κυνηγημένη στην πολυκατοικία της οδού Πατησίων 191, του έδωσαν ελπίδες.
Μετά την αναφορά του πατέρα, οι αστυνομικοί ερεύνησαν το θέμα και διαπίστωσαν ότι μάνα και κόρη, που ζούσαν στον τρίτο όροφο, δεν είχαν καμία επαφή με τη γειτονιά. Το κορίτσι είχαν χρόνια να το δουν να κυκλοφορεί στο δρόμο. Η «επιχείρηση» που στήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1991 έμελλε να συγκλονίσει την κοινή γνώμη. Αυτή τη φορά, οι τρεις κλειδαριές ασφαλείας που πρόσφεραν σιγουριά στη μάνα, η οποία κρατούσε σφιχτά την κόρη της μακριά από τον κόσμο, δεν στάθηκαν αρκετές. Γνωρίζοντας τα σαλεμένα λογικά της γυναίκας, ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Κυψέλης χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος. Μαζί του ήταν και η εισαγγελέας υπηρεσίας.
-«Ποιος είναι;», ρώτησε η γυναίκα.
-«Είμαι στρατηγός του ΝΑΤΟ», απάντησε ο διοικητής.
-«Έχω εντολή από τον Μπους, τον Γκορμπατσόφ και την βασίλισσα Ελισάβετ να μην δει κανείς την κόρη μου», απάντησε η μάνα, αλλά τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους.
Με εντολή της εισαγγελέως η πόρτα γκρεμίστηκε και ταυτόχρονα γκρεμίστηκε και ο «παράδεισος» -ή μήπως κόλαση;- που ζούσαν σαν σιαμαίες μάνα και κόρη, μόλις δύο χιλιόμετρα από την Ομόνοια. Το 16χρονο κορίτσι, κλειδωμένο μέσα στο δωμάτιο, ρακένδυτο και βρόμικο, ζούσε στον κόσμο του. Βιβλία λογοτεχνίας και εκατοντάδες κούκλες, κομμένες σε κομμάτια, αποτελούσαν το σκηνικό. Η δυσοσμία από τα σκουπίδια έφτανε μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Το φαγητό τους; Μόνο αβγά. Το μπάνιο τους; Δυο φορές το χρόνο. Το φως τους; Τα κεριά στο μανουάλι, στο δωμάτιο της μικρής…
-«Θα σας πάμε στο γιατρό για εξετάσεις», είπε ο διοικητής στη γυναίκα.
-«Γιατί; Μπορείς να μας ασφαλίσεις εκεί που θα πάμε;», ρώτησε εκείνη.
-«Δεν πάω πουθενά χωρίς τη μάνα μου», φώναξε το κορίτσι, κρατώντας σφιχτά τη μητέρα της.
Όταν βγήκαν από την πολυκατοικία στο πεζοδρόμιο της οδού Πατησίων, έχασε τις αισθήσεις της, αντικρίζοντας το φως του ήλιου μετά από τρία ολόκληρα χρόνια… Την επόμενη ημέρα η βαριά πόρτα του ψυχιατρικού νοσοκομείου στο Δαφνί έκλεινε πίσω από μάνα και κόρη.
Τα χρόνια πέρασαν, η υπόθεση φυσικά ξεχάστηκε. Ήταν πλέον 21 Απριλίου 1999 όταν η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής ειδοποίησε τους αστυνομικούς συντάκτες για ένα έγκλημα στην οδό Πατησίων. Ο 35χρονος Νίκος Σεβαστέρης, ιδιοκτήτης καταστήματος ανταλλακτικών για μοτοσικλέτες, σκότωσε την 24χρονη εν διαστάσει σύζυγό του Παρασκευή, μπροστά στα μάτια του 5χρονου γιου τους, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία. Την μαχαίρωσε εννιά φορές, χωρίς να λογαριάσει ότι όλα αυτά γίνονταν μπροστά στα έντρομα μάτια του μικρού Μιχάλη. Όταν ήρθαν στα χέρια, η χειροβομβίδα που κρατούσε του έπεσε, με αποτέλεσμα εκείνη να χάσει τη ζωή της και αυτός να τραυματιστεί σοβαρά.
Θύμα ήταν η Εύα Τερζοπούλου, αυτό το βασανισμένο κορίτσι! Εάν η μίζερη ζωή της γινόταν ταινία, σίγουρα θα ήταν η επιτομή του δράματος. Σύντομη η αθώα παιδική της ηλικία, επώδυνη η εφηβεία της, τραγικό το τέλος, πάνω που η ελπίδα και το χαμόγελο επέστρεφαν στο πρόσωπό της…
Είπαν ότι η επιμονή της να χωρίσει από το Νίκο έφτασε τα πράγματα στα άκρα και οδήγησε στην τραγωδία, αλλά τι σημασία είχε πλέον; Ο μικρός Μιχάλης πάλευε στο νοσοκομείο με τα θραύσματα της χειροβομβίδας, αλλά μετά το εξιτήριο θα έπρεπε να παλέψει πολύ σκληρότερα για να αντιμετωπίσει τα τραύματα στην ψυχή του και να πάρει απαντήσεις στα αμέτρητα «γιατί»…
Ο Νίκος Σεβαστέρης συνελήφθη τραυματισμένος κι αυτός στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πειραιά. Με δάκρυα στα μάτια προσπάθησε να περιγράψει στον ανακριτή πώς έφτασε στο σημείο να γίνει δολοφόνος της συζύγου του. «Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω ¬και να έπαιρνα εγώ τη θέση της γυναίκας που αγάπησα με πάθος», είπε. Και πρόσθεσε ότι δεν είχε πρόθεση να της κάνει κακό. «Κρατούσα τη χειροβομβίδα για εκφοβισμό, αλλά εξερράγη την ώρα που πιαστήκαμε στα χέρια»