Την 20η Φεβρουαρίου 2000 θα την θυμάται σε όλη του τη ζωή. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα βρισκόταν με τρεις φίλους του από την Κάντζα, σε ένα “Mini Cooper” και πήγαιναν σε ένα πάρτι στην Αρτέμιδα. Όμως δεν ήξεραν την διεύθυνση και περίμεναν να έρθει ένα από τα παιδιά με το «παπάκι» του και να τους οδηγήσει στο σπίτι. Οι τέσσερις φίλοι δεν είχαν παρατηρήσει ότι τους ακολουθούσε ένα “Autobianchi”. Την ώρα που έφτασαν στο σπίτι της Ελένης Μουδάκη, όπου γινόταν το πάρτι, ο οδηγός κατέβηκε και πλησίασε το αυτοκίνητο.
Ήταν ο υπαστυνόμος Θεόδωρος Χαλουλάκος, ο οποίος υπηρετούσε στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Δεν βρισκόταν σε υπηρεσία -είχε σχολάσει και πήγαινε στο εξοχικό του πατέρα του στην ίδια περιοχή- αλλά έκρινε σκόπιμο να κάνει έλεγχο στο αυτοκίνητο των παιδιών. Έσκυψε στο παράθυρο του οδηγού Λάμπρου Αγγελίδη και φώναξε: «Ανοίξτε, Αστυνομία».
Ο νεαρός πανικοβλήθηκε και πάτησε γκάζι, καθώς θεώρησε ότι ο άνθρωπος που φώναζε κρατώντας όπλο δεν ήταν αστυνομικός, αλλά ένας μεθυσμένος περαστικός. Άλλωστε ούτε στολή φορούσε, ούτε ταυτότητα τους είχε δείξει, ούτε υπηρεσιακό αυτοκίνητο οδηγούσε. Ο αστυνομικός μπήκε γρήγορα στο “Autobianchi”, έκανε επί τόπου στροφή και τους κατεδίωξε. Πυροβόλησε προς το μέρος τους δύο φορές. Η μία σφαίρα χτύπησε τη ζάντα. Η άλλη διαπέρασε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου και «καρφώθηκε» στην πλάτη του Σωτήρη Κατσιώτη.
Ο νεαρός κατάλαβε ότι είχε χτυπηθεί όταν είδε το αίμα, που είχε «ποτίσει» το κάθισμα. Οι φίλοι του τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Όταν δεν ήταν κοντά του στο επισκεπτήριο, «όργωναν» την περιοχή, ψάχνοντας στοιχεία για την ταυτότητα του δράστη.
«Δύο ημέρες μετά τον τραυματισμό του παιδιού μου, μού ήρθε μια πληροφορία ότι ο δράστης είναι αστυνομικός», θα πει αργότερα ο πατέρας του Σωτήρη, ο οποίος κίνησε γη και ουρανό για να βρει τον άνθρωπο που σακάτεψε αναίτια το παιδί του.
Οι ημέρες περνούσαν και ο Σωτήρης έδινε «μάχη» για να κρατηθεί στη ζωή. Η μια εγχείρηση διαδεχόταν την άλλη. Μέχρι που εννέα ημέρες μετά το περιστατικό ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος του αεροδρομίου έδωσε εντολή στον Χαλουλάκο να μεταφέρει αλληλογραφία στην Ασφάλεια Αττικής, στο μέγαρο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εκεί, οι συνάδελφοί του τού ζήτησαν να παραμείνει ως ύποπτος του τραυματισμού του Σωτήρη Κατσιώτη και τελικώς σχημάτισαν δικογραφία σε βάρος του. Ο ίδιος υποστήριξε ότι φοβήθηκε μήπως τα παιδιά είχαν όπλο και δεν ανέφερε το συμβάν στην υπηρεσία του επειδή δεν το θεώρησε σοβαρό.
Ο υπαστυνόμος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών και 3 μηνών από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χαλκίδας, για απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, με βάση το οποίο το δικαστήριο ανέστειλε την ποινή του μέχρι την εκδίκαση της έφεσης κι έτσι αφέθηκε ελεύθερος.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκε στην Ελληνική Αστυνομία έως την ημέρα που αποτάχθηκε, ο Θεόδωρος Χαλουλάκος έφερε πολλές φορές σε δύσκολη θέση τους ανωτέρους του με τις ενέργειές του. Δόκιμος αστυφύλακας ακόμη, το Μάιο του 1996, πυροβόλησε έναν οδηγό ταξί, χωρίς να τον τραυματίσει, επειδή του έκανε παρατήρηση για τον τρόπο που οδηγούσε στο λιμάνι του Πειραιά. Ωστόσο, τον αθώωσε η κατάθεση του ίδιου του παρ’ ολίγον θύματός του, ο οποίος «δεν ήταν σίγουρος αν είδε καλά ότι κρατούσε στα χέρια του περίστροφο». Ένα μήνα αργότερα ο Χαλουλάκος παραβίασε τον κόκκινο σηματοδότη σε μια διασταύρωση στη Δραπετσώνα, με αποτέλεσμα να παρασύρει μια μοτοσικλέτα και να τραυματιστούν οι δύο επιβάτες της.
Στις 13 Φεβρουαρίου 2003 το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, υιοθετώντας την πρόταση του εισαγγελέα, Σωτήρη Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε πει στην αγόρευσή του: «Πρόκειται για καραμπινάτη απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, ακόμη και με άμεσο δόλο. Ήθελε να δείξει ότι έχει την εξουσία, ότι είναι αστυνομικός. Τον έπιασε υπερβάλλων ζήλος και ήθελε να γυρίσουν πίσω τα παιδιά, γιατί είχε τρωθεί ο εγωισμός του. Ήθελε να πάρει εκδίκηση γιατί τον έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια και δεν σταμάτησαν. Ούτε εγώ θα σταματούσα. Δεν θα πίστευα ότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αστυνομικός. Έδινε την εντύπωση του κακοποιού και όχι του αστυνομικού. Με τέτοιο χαρακτήρα δεν θα έπρεπε να φέρει μαζί του όπλο. Η πρωτόδικη απόφαση ήταν εσφαλμένη. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν χάδι, γι’ αυτό και πρέπει να παραμείνει η ίδια. Δεν πρέπει να πάει παρακάτω…».
Αυτή τη φορά οι δικαστές δεν έδωσαν αναστολή στην ποινή κι έτσι ο Θεόδωρος Χαλουλάκος οδηγήθηκε στη φυλακή. Ηθική δικαίωση για τον σακατεμένο Σωτήρη ήταν και η δήλωση συμπαράστασης στο πρόσωπό του από τους συναδέλφους του κατηγορουμένου. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων με ανακοίνωσή της τόνιζε ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές εκθέτουν την Αστυνομία. «Ανακούφιση αποτελεί για όλους τους υγιώς λειτουργούντες αστυνομικούς ότι άτομα όπως ο Θεόδωρος Χαλουλάκος έχουν αποταχθεί από το σώμα της Αστυνομίας καθ’ όσον η παρουσία τους εκθέτει όλους εμάς», αναφερόταν μεταξύ άλλων.