Βρισκόμαστε στις 23 Αυγούστου 1909. Στο χωριό Καλοκαιρινές Κυθήρων η ζωή κυλά ήρεμα. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ένας κάτοικος του νησιού, τσαγκάρης, μάστορας και οργανοπαίχτης, που μόλις είχε επιστρέψει στο χωριό του από τον Πειραιά, αποφασίζει να επιτεθεί σε συγχωριανούς του. Σφάζει εν ψυχρώ 15 εξ αυτών λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία. Η υπόθεση παίρνει γρήγορα πανελλαδικές διαστάσεις. Μόλις είχε σημειωθεί το «μεγαλύτερο φονικό στην ιστορία της Ελλάδας», σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής.
Λίγες ώρες μετά, ο δολοφόνος συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές Ναυπλίου. Η υπόθεση σοκάρει το πανελλήνιο και όλοι αναρωτιούνται πώς κάποιος μπόρεσε να σκοτώσει τόσους πολλούς ανθρώπους, τους οποίους, μάλιστα, γνώριζε προσωπικά. Μερικές μέρες αργότερα, επρόκειτο να γίνει γνωστή σε όλους η τραγική ιστορία που κρύβεται πίσω από τον μακελάρη των Κυθήρων.
Πώς ένα ολόκληρο νησί συνωμότησε για να φύγει από τα Κύθηρα
Μεταφερόμαστε μερικούς μήνες πριν. Στα Γερακιτιάνικα Κυθήρων ζει ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι αγαπητός στην περιοχή καθώς γνωρίζει πολύ καλά το επάγγελμα του τσαγκάρη, του μάστορα αλλά και του οργανοπαίχτη στα τοπικά πανηγύρια. Η δουλειά στο τσαγκαράδικο που διαθέτει πηγαίνει πολύ καλά. Μέχρι τη στιγμή που διαπληκτίζεται με μια γυναίκα του νησιού.
Εκείνη παραλαμβάνει τα στιβάνια που έχει παραγγείλει αλλά αρνείται να πληρώσει το χρηματικό αντίτιμο. Ακολουθεί μια έντονη λογομαχία, με την πελάτη τελικά να τον προσκαλεί στο σπίτι της για να τον πληρώσει. Εκείνος πηγαίνει. Λίγο μετά το παραδοσιακό «κέρασμα στον μουσαφίρη», όμως, μπαίνει στο σπίτι ο σύζυγός της, ο οποίος εξοργίζεται, τον ξυλοκοπεί και τον πετάει έξω από το σπίτι.
Γρήγορα τα νέα κυκλοφορούν σε ολόκληρο το νησί, με αποτέλεσμα η φήμη του, μέχρι πρότινος, αγαπητού τσαγκάρη να καταβαραθρωθεί. Η πελατεία του εξαφανίζεται και εκείνος αποφασίζει τελικά να μεταναστεύσει στον Πειραιά προκειμένου να βρει νέα δουλειά.
Η νέα ζωή στην Αθήνα, η φυλακή και το φονικό
Φτάνοντας στον Πειραιά, πιάνει δουλειά ως τσαγκάρης σε έναν επαγγελματία που είχε καταγωγή από τα Κύθηρα. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα εκείνης της εποχής, το ταλέντο και η εργατικότητά του ήταν τόσο μεγάλη που τον έκαναν να ξεχωρίζει από όλους τους υπόλοιπους υπαλλήλους. Έτσι, λοιπόν, και εκείνοι αποφάσισαν να στήσουν μια σκευωρία εναντίον του.
Του τοποθετούν χωρίς εκείνος να το γνωρίζει μερικά εργαλεία της δουλειάς στην τσάντα του. Το αφεντικό αντιλαμβάνεται την απώλεια και όλοι δίνουν τον τσαγκάρη από τα Κύθηρα ως ένοχο. Ο ιδιοκτήτης του τσαγκαράδικου δε θέλει να προχωρήσει το θέμα, ωστόσο η γυναίκα του, η οποία έχει ενημερωθεί για τη φήμη του υπαλλήλου στα Κύθηρα, επιμένει να του κάνει μήνυση για κλοπή.
Η υπόθεση τελικά πηγαίνει στα δικαστήρια και ο τσαγκάρης καταδικάζεται. Αφού εκτίει τη, μικρή σε διάρκεια, ποινή του επιστρέφει στον Πειραιά. Εκεί πιάνει εκ νέου δουλειά, ωστόσο, απολύεται μόλις τα αφεντικά του ενημερώνονται για τον προηγούμενο ένοχο βίο του. Τότε εκείνος αποφασίζει να επιστρέψει στα Κύθηρα. Όχι, για να εργαστεί ξανά αλλά για να σκοτώσει όλους εκείνους που θεωρούσε πως του είχαν καταστρέψει τη ζωή.
Στις 23 Αυγούστου 1909 φτάνει στα Κύθηρα και συγκεκριμένα στο χωριό Καλοκαιρινές. Την ίδια μέρα είναι προγραμματισμένη μία βάπτιση κοριτσιού στην εκκλησία του χωριού. Έτσι, εκείνος στήνει καρτέρι δίπλα από την εκκλησία και σφάζει με το μαχαίρι του όποιον τυχαίνει να περνά από τον δρόμο του. Οι χωρικοί στην αρχή θεωρούν πως πρόκειται για κάποιον πειρατή. Ο παπάς του χωριού τον αναγνωρίζει όμως και τον πυροβολεί με μια καραμπίνα στην πλάτη.
Ο δολοφόνος δεν πεθαίνει και τρέχει να κρυφτεί. Ο απολογισμός είναι τραγικός. 15 νεκροί. Ανάμεσά τους, μια έγκυος γυναίκα με τα δύο της παιδιά. Την επόμενη μέρα, μια γυναίκα του χωριού τον βλέπει στην ταράτσα του σπιτιού της αιμόφυρτο και καλεί την αστυνομία που τον συλλαμβάνει αμέσως.
Και ενώ όλοι πιστεύουν πως θα του επιβληθεί θανατική ποινή, τελικά καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη. Φημολογείται πως το δικαστήριο παίρνει τη συγκεκριμένη απόφαση, καθώς θέλει να του δώσει τα καθήκοντα δήμιου.
Ο ίδιος μεταφέρεται στις φυλακές Ναυπλίου, όπου σκοτώνει και τον συγκρατούμενό του. Ο «Καπετάν Δεκάξι» όπως ήταν το προσωνύμιό του, εξαιτίας του αριθμού των θυμάτων του, σκοτώνεται από τον κουρέα τον φυλακών που τον σφάζει με το ξυράφι, υπό τις οδηγίες των υπόλοιπων συγκρατουμένων.
oneman.gr