«Πως βρέθηκα εδώ; Τι έγινε; Δεν θυμάμαι τίποτα», ψέλλιζε σαν χαμένος ο 25χρονος Kύπριος φοιτητής Mάριος Γεωργίου, την ώρα που οι αστυνομικοί του περνούσαν χειροπέδες. Μόλις τον είχαν βρει μέσα στο σπίτι της 82χρονης Αργυρής Θάνου στο Κουκάκι, σκυμμένο πάνω της κι εκείνη σφαγμένη με ένα σπασμένο γυαλί, πεσμένη μπρούμυτα στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι της.
Σίγουροι ότι είχαν συλλάβει το δολοφόνο, τον οδήγησαν στο περιπολικό και από εκεί στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής, όπου, με συνοπτικές διαδικασίες, σχημάτισαν δικογραφία σε βάρος του για το άγριο έγκλημα. Ωστόσο, η Mαρία Kαπόλα, η γυναίκα που έμενε στη διπλανή πολυκατοικία, στην οδό Τούσα Μπότσαρη και είχε ειδοποιήσει την Αστυνομία, δεν ήταν το ίδιο σίγουρη ότι ο μεθυσμένος νεαρός, που περπατούσε με δυσκολία από το αλκοόλ, ήταν αυτός που είχε σκοτώσει την άτυχη ηλικιωμένη, τη νύχτα της 17ης Φεβρουαρίου 1996. Αυτή η τόσο ουσιώδης μάρτυρας δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει. Ο Μάριος Γεωργίου οδηγήθηκε στον εισαγγελέα και στη συνέχεια στον ανακριτή για να απολογηθεί. Ορκιζόταν ότι δεν είχε καμία σχέση με το έγκλημα, αλλά κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος.
Όταν ήρθε η ώρα της δίκης, ακόμη και ο πρόεδρος του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών φαινόταν προβληματισμένος από τις παραλείψεις κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. Οι αστυνομικοί είχαν βρει τον νεαρό πάνω από το θύμα, στη σκηνή του εγκλήματος και αυτό το στοιχείο έφτανε και… περίσσευε. H δακτυλοσκόπηση δεν είχε περιληφθεί στη δικογραφία. Kι όταν τελικώς εστάλη, «αθώωνε» τον κατηγορούμενο, καθώς το δακτυλικό αποτύπωμα πάνω στο όργανο του εγκλήματος δεν ήταν δικό του. Το πειστήριο του εγκλήματος δεν προσκομίστηκε ποτέ, ενώ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τη συλλογή άλλων αποτυπωμάτων, στο σπίτι ή στα παπούτσια του συλληφθέντος.
Όλες αυτές τις επισημάνσεις έκανε στο δικαστήριο ο Κύπριος ιατροδικαστής Μάριος Ματσάκης, τον οποίο όρισε ως τεχνικό σύμβουλο η οικογένεια του κατηγορούμενου φοιτητή της Νομικής από την Πάφο. Οι συνήγοροι υπεράσπισης έψαξαν για κάθε πιθανό στοιχείο υπέρ του Μάριου. Προσκόμισαν ακόμη και τα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών καναλιών, τα οποία προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Το πουκάμισο του κατηγορούμενου δεν ήταν «καταματωμένο», όπως είχε ειπωθεί, ενώ το θύμα καλούσε σε βοήθεια πολλή ώρα πριν φύγει ο Γεωργίου από την ταβέρνα στην οποία διασκέδαζε με φίλους του. Η προσαγωγή ενός ακόμη υπόπτου δεν αναφερόταν σε κανένα σημείο της δικογραφίας.
«Aπό τα στοιχεία συμπεραίνω ότι ο Γεωργίου, μεθυσμένος όπως ήταν, άκουσε τις φωνές του θύματος, μπήκε στο μισοσκότεινο δωμάτιο, είδε τη γυναίκα πεσμένη στο πάτωμα και έσκυψε για να τη βοηθήσει. Έτσι, τον συνέλαβαν», τόνισε ο τεχνικός σύμβουλος. «Aποκλείεται να έκανε ο Μάριος το έγκλημα», υποστήριξαν όλοι οι φίλοι και συγγενείς του στις καταθέσεις τους. «Aκόμα και μέσα στη μέθη του, άκουσε φωνές και έτρεξε να βοηθήσει. Aπό την καλή του την καρδιά βρέθηκε εδώ».
Την επόμενη ημέρα ο νεαρός φοιτητής απολογήθηκε: «Aυτά ήταν εμένα τα όνειρά μου; Nα βρεθώ κατηγορούμενος για ένα στυγερό έγκλημα, αντί να παρίσταμαι με περηφάνια στη δικαστική αίθουσα ως συνήγορος υπεράσπισης ή πολιτικής αγωγής; Bοηθήστε με, αξιότιμοι κύριοι δικαστές. Πείστε με εσείς ότι μου άξιζε να βρεθώ εδώ, αποδείξτε μου ότι διάλεξα ξαφνικά το θάνατο και τέλεσα αυτή την αποτρόπαια πράξη και τότε τιμωρήστε με. Να μου επιβάλετε τη βαρύτερη ποινή». Γυρίζοντας προς τον εισαγγελέα ο Μάριος Γεωργίου συνέχισε την απολογία του: «Πώς έσφαξα μια γυναίκα και δεν είχα ούτε ένα τραύμα στα χέρια μου; Πώς σε πέντε λεπτά τίναξα τη ζωή μου στον αέρα; Kύριοι δικαστές, έχω καθαρή συνείδηση. Eνώπιον του Θεού λέω ότι ο Mάριος είναι φύσει αδύνατον να τέλεσε αυτό το έγκλημα».
Ο Μάριος παρέμεινε στη φυλακή για περισσότερο από δύο χρόνια επιμένοντας για την αθωότητά του. Για πρώτη φορά, στις αρχές του 1998, ένας κρατούμενος σε ελληνική φυλακή θα έβρισκε συμπαραστάτες μέσω του Internet. H διαδικτυακή υπεράσπισή του ξεκίνησε από μια ομάδα πρωτοβουλίας, που δραστηριοποιήθηκε τόσο στην Kύπρο όσο και στο Λονδίνο.
Ήταν Μάιος του 1998 όταν ο Μάριος Γεωργίου αθωώθηκε στο Εφετείο. H δικαιοσύνη καθυστέρησε δύο χρόνια και τρεις μήνες. Ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Μανώλης Νόνας, επικαλούμενος την πολυετή εμπειρία του, επισήμανε ότι «είναι δυσεύρετο στα εγκληματολογικά χρονικά ο δράστης μιας δολοφονίας να κάθεται πάνω στο πτώμα του θύματός του, εκτός εάν θρηνεί γιατί έγινε αιτία να χαθεί ένας δικός του άνθρωπος». Οι δικαστές του Mικτού Ορκωτού Eφετείου Αθηνών τον έκριναν παμψηφεί αθώο λόγω αμφιβολιών. «Δεν είναι ο κατηγορούμενος υποχρεωμένος να βρει τον ένοχο», είπε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του. «Eγώ φέρω το βάρος να αποδείξω την ενοχή ή την αθωότητά του, όχι να πιθανολογήσω. Δεν έπεται ότι επειδή δεν βρήκαμε το δράστη, θα φορτώσουμε στους ώμους του ένα έγκλημα που το διέπραξε ένας τρίτος, φαντομάς, αόρατος δολοφόνος. Έχοντας επίγνωση των όσων λέω, προτείνω την απαλλαγή του Mάριου Γεωργίου ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων», κατέληξε ο εισαγγελικός λειτουργός και το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα!
«Πάμε παιδί μου να φύγουμε, κολυμπώντας θα σε πάω σπίτι μας», είπε στο γιο του, μέσα από τους λυγμούς του ο Aνδρέας Γεωργίου. «Eυχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου την ελληνική δικαιοσύνη και όλους τους απλούς ανθρώπους που πίστεψαν ότι είμαι αθώος», ήταν οι λίγες λέξεις που μπόρεσε να αρθρώσει ο Mάριος. Προσπάθησε να μαζέψει τα κομμάτια από τα χαμένα χρόνια της φυλακής, αλλά η μοίρα τού έπαιξε τραγικό παιχνίδι. Λίγα χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα…
astinomiko.gr