Το διήγημα της εβδομάδας: Η Σόνια και η Βάρια

Δείχνει γύρω στα εξήντα πέντε, αλλά μπορεί να είναι νεώτερος. Το πάχος και η φαλάκρα σίγουρα του προσθέτουν χρόνια. Είναι ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι και εγώ κάθομαι πάνω του.

Αυτό έχει ένα πλεονέκτημα κι ένα μειονέκτημα. Αν ήμουν εγώ ξαπλωμένη στο κρεβάτι, θα με είχαν πνίξει τα εκατόν δέκα κιλά του, αλλά θα μπορούσα να κοιτάω το ταβάνι και να σκέφτομαι τη Βάρνα και τη Μαύρη Θάλασσα. Ενώ, τώρα, γλιτώνω το βάρος του, αλλά είμαι αναγκασμένη να κοιτάω το πρόσωπό του, να βλέπω τις μικρές στάλες ιδρώτα που γυαλίζουν στη φαλάκρα του, μεστώνουν και γίνονται μικρά αυλάκια, που κυλάνε ώς τα φρύδια του.

Αγκομαχάει. Όχι από ηδονή, αλλά επειδή παλεύει κοντά μία ώρα να φτάσει σε στύση. «Δεν βοηθάς», μου ψιθυρίζει και η φωνή του βγαίνει βραχνή. «Δεν βοηθάς καθόλου».

Δεν του απαντώ, γιατί αν ανοίξω κουβέντα, θα μου φάει άλλη μια ώρα. Απλώς κουνιέμαι λίγο, για να μην του δώσω αφορμή να γκρινιάξει. «Έτσι μπράβο», μου λέει, ευγνώμων για την ψευδαίσθηση, ενώ τα χέρια του υψώνονται στο στήθος μου. Οι παλάμες του έχουν ιδρώσει και γλιστράνε πάνω στις ρόγες μου. Κάνει μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια, αλλά οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν και παραιτείται. Αφήνει τα χέρια του να πέσουν άψυχα στο στρώμα και μένει ακίνητος να κοιτάζει τις βούλες της υγρασίας, που απλώνονται σαν σύννεφα στην οροφή. Σηκώνομαι γρήγορα από πάνω του, από φόβο μην το μετανιώσει και ξαναρχίσει τις προσπάθειες.

«Νο problem. Πολλή ντουλειά… Κούραση…», του λέω για να τον παρηγορήσω. «Έρτεις άλλη μέρα κάνουμε πιο καλά».

Γυρίζει και με κοιτάζει, αλλά βλέπω μόνο τις βλεφαρίδες του που είναι σαν μπαλονάκια σε σχήμα μπανάνας και σκεπάζουν τα μάτια του. «Σωστά», μου λέει. «Κι εγώ θα σε πληρώσω την άλλη φορά. Αυτό μου ‘λειπε, να μου φάει κοροϊδίστικα λεφτά μια Βουλγάρα».

Ταλαντεύομαι ανάμεσα στη σιωπή και στις φωνές, αλλά καταλήγω στη σιωπή. Θέλει να μου φάει τα λεφτά, για ψυχική οδύνη. Αν βάλω τις φωνές, θα με πλακώσει στο ξύλο για ένα πεντοχίλιαρο. Παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι κάτω, στο μπαρ, θα τον παραλάβει ο Αντρέας, τ’ αφεντικό. Αυτός παίρνει τα χοντρά λεφτά και δεν θα τον αφήσει να του ξεφύγει.

«Ο Αντρέας μ’ έριξε απόψε», μου λέει, σαν να διάβασε τη σκέψη μου. «Είσαι σκέτη φιγούρα, στο κρεβάτι δεν αξίζεις τίποτα».

Φεύγει και κλαίω το πεντοχίλιαρο που έχασα. Από τα σαράντα χιλιάρικα που είναι η ταρίφα, ο Αντρέας κρατάει τα τριάντα πέντε και μου αφήνει τα πέντε. Και από αυτά μου παίρνει τα μισά, για τα ρούχα που μου αγόρασε, για το νοίκι που πληρώνω, για το ρεύμα που καίω, για το νερό που πλένομαι…

Ντύνομαι βιαστικά, για να κατεβώ στο μπαρ και να ρεφάρω με τον επόμενο πελάτη, αλλά μόλις πάω ν’ ανοίξω την πόρτα, αυτή με προλαβαίνει κι ανοίγει απ’ έξω. Στο κατώφλι στέκεται ο Αντρέας με τους δύο μπράβους του.

«Μόλις έρχομαι στο μαγαζί, πέφτω πάνω στα σκατά σου». Το βλέμμα του καρφώνεται πάνω μου σκοτεινό και αναιρεί την ηρεμία της φωνής του. «Δεν πρόλαβα να μπω κι ο χοντρός μ’ άρπαξε από τα μούτρα».

«Εγκώ ντεν κάνει τίποτα… Αυτός ντεν μπορεί».

«Αυτός δεν χρειάζεται να μπορεί. Εσύ πρέπει να μπορείς. Τα λαθραία αρνιά από τη Βουλγαρία πρέπει να ‘χουν μαλακό κρέας, όχι ο πελάτης που τ’ αγοράζει».

Βλέπω τους δυο μπράβους του να κάνουν ένα βηματάκι με το χαμόγελο στα χείλη και ξέρω τι με περιμένει. Κοιτάζω πίσω μου. Δεν μπορώ να πηδήξω από το παράθυρο, θα τσακιστώ και θα είμαι άχρηστη και σ’ αυτούς και σ’ εμένα. Στην πόρτα έχει στηθεί ο Αντρέας και μου φράζει την έξοδο. Το πτυσσόμενο τραπέζι έχει λοξά πόδια, που μ’ εμποδίζουν να κρυφτώ. Δεν μένει παρά το κρεβάτι. Πηδάω πάνω του και ζαρώνω σαν έμβρυο, αφήνοντας εκτεθειμένη μόνο την πλάτη μου. Τα μάτια μου είναι κολλημένα στο μαξιλάρι, δεν βλέπω τίποτα, αλλά ακούω το γέλιο τους και νιώθω τα χτυπήματα να πέφτουν βροχή πάνω μου. Τουλάχιστον, εδώ πάνω γλιτώνω τις κλωτσιές, σκέφτομαι με ικανοποίηση, καθώς ένα χέρι με βουτάει από τα μαλλιά και μου σηκώνει το κεφάλι, ενώ τα άλλα δύο αρχίζουν να με χαστουκίζουν. Μετά, τα τέσσερα χέρια μαζί με σηκώνουν και με ρίχνουν στο δάπεδο. Τώρα δουλεύουν τα μυτερά παπούτσια τους, καρφώνονται τυφλά κι αδέσποτα στα πλευρά μου, στην πλάτη μου, στα καλάμια μου. Γλιτώνει μόνο το πρόσωπό μου, γιατί αν το σακατέψουν, πάλι θα τους είμαι άχρηστη.

Δαγκώνω με λύσσα τα χείλη και καταπίνω το αίμα μου. Ξέρω ότι δεν με χτυπάνε επειδή έφταιξα. Με χτυπάνε επειδή είμαι η μόνη που δεν έχω φάει ξύλο ακόμα και έψαχναν αφορμή, για να με δείρουν.

Κουράζονται και σταματάνε λαχανιασμένοι. Μένω κουλουριασμένη στο δάπεδο, αλλά δεν σηκώνω το κεφάλι να τους κοιτάξω. Αυτό το έμαθα από τη Νίνα. «Όταν σταματήσουν να σε χτυπάνε, μη γυρίζεις ποτέ να τους κοιτάξεις. Το βλέμμα σου τους ερεθίζει και ξαναρχίζουν».

Ακούω τη φωνή του Αντρέα. «Άντε να σκεπάσεις τις μελανιές σου και σε μια ώρα να ‘σαι εδώ. Κι αν μου ξανακάνεις τέτοια νούμερα, θα σου κάνω μια υπερβολική δόση και θα βγεις στα κανάλια».

Ακούω την πόρτα να κλείνει πίσω τους. Στηρίζομαι στο κρεβάτι και καταφέρνω να σηκωθώ. Δεν ξέρω τι με πονάει πιο πολύ ­ το κορμί μου ή η οργή: οργή για το άδικο ξύλο, οργή για τον Αντρέα, που μου αφήνει μόνο ένα πεντοχίλιαρο και από αυτό μου παίρνει τα μισά, οργή γιατί μου κρατάει το διαβατήριο, για να μ’ έχει στο χέρι.

Το σπίτι είναι ένα παλιό διώροφο, σ’ ένα μικρό δρομάκι, πίσω από την Πλατεία Κουμουνδούρου. Το ισόγειο είναι αποθήκη. Στον πάνω όροφο μένουμε τρία κορίτσια, η Βάρια, η Νίνα κι εγώ, μία σε κάθε δωμάτιο. Η Βάρια είναι Ρωσίδα, η Νίνα Ρουμάνα.

Οι σκάλες δεν έχουν φως, αλλά έχω μάθει να τις ανεβαίνω στα τυφλά. Βρίσκω στο σκοτάδι τον τοίχο και κρατιέμαι, γιατί μόλις πατάω σε σκαλί, ο πόνος σφηνώνεται στα πλευρά μου και παραλύω. Σκουντουφλώ ώς την πόρτα μου, όταν ακούω τη φωνή της Βάριας να ψιθυρίζει:

«Σόνια… Σόνια…».

Γυρίζω, αλλά δεν βλέπω κανέναν. Φέγγει μόνο η χαραμάδα της πόρτας της και καταλαβαίνω ότι με φωνάζει από το δωμάτιο. Δεν έχω καμία διάθεση να πω την πονεμένη ιστορία μου. Θα ήθελα να ξαπλώσω μισή ωρίτσα στο κρεβάτι, να ισιώσει λίγο το κορμί μου, μετά να κρύψω τις μελανιές μου και να γυρίσω στο μπαρ. Ωστόσο, είμαστε δεμένες με τη Βάρια, μ’ εκείνο το δέσιμο που ενώνει τα δύο κομμάτια τής ίδιας απελπισίας και δεν μπορώ να κάνω ότι δεν άκουσα.

Μάλλον είδε τη σκιά μου από τη χαραμάδα, γιατί μισανοίγει την πόρτα λίγο ακόμα. «Τι τρέχει; Δεν δουλεύεις απόψε»; τη ρωτάω στα ρωσικά. Τα ρωσικά ήταν στο σχολείο η κατάρα μου. Δεν έβλεπα σε τι θα μου χρησίμευαν και το θεωρούσα άδικο κόπο να σπάω το κεφάλι μου. «Ό, τι επάγγελμα και αν κάνεις, θα σου χρειαστούν», μου έλεγε η καθηγήτρια, που με συμπαθούσε. Να, που βγήκε αληθινή.

«Έλα μέσα», μου λέει η Βάρια, αλλά και πάλι δεν μου ανοίγει την πόρτα. Μ’ αφήνει να τρυπώσω από τη χαραμάδα και την κλείνει αμέσως.

Αν δεν την είχε κλείσει, θα γύριζα και θα το ‘βαζα στα πόδια. Στη μέση του δωματίου είναι ξαπλωμένος ανάσκελα ο Κώστας. Το δεξί μπράτσο του είναι τεντωμένο και τα δάχτυλα του αγγίζουν το πόδι του τραπεζιού. Το αριστερό είναι διπλωμένο και σφιγμένο σε γροθιά. Το βλέμμα του είναι καθηλωμένο στο αριστερό μπράτσο του, σαν να θέλει να δει αν φούσκωσαν τα μούσκουλά του, αλλά το μαχαίρι που είναι καρφωμένο στην καρδιά του τού κόβει τη θέα. Είναι ένα απλό μαχαίρι με ξύλινη λαβή, από αυτά που έχει κάθε κουζίνα.

«Τον σκότωσα», ακούω τη Βάρια να μου λέει. «Καθόταν στο τραπέζι κι έτρωγε. Μόλις με είδε να μπαίνω, σηκώθηκε και άρχισε να με χτυπάει…».

Αρχίζει να τρέμει, οι λέξεις βγαίνουν σαν λυγμός και μπερδεύει τα λόγια της. Λίγο η ταραχή της, λίγο τα ρωσικά μου που είναι της φωτιάς, χάνω τα μισά απ’ όσα μου λέει. Τι ν’ ακούσω, εξάλλου; Ξέρω απ’ έξω την ιστορία. Η κακοτυχία τής Βάριας ήταν που βρέθηκε μπροστά της ο Κώστας, όταν ήρθε στην Αθήνα. Τη σπίτωσε, την είχε για φιλενάδα, αλλά την έστελνε και σε πελάτες. Ζήλευε όμως. Και κάθε φορά που γύριζε από πελάτη, την έσπαγε στο ξύλο.

«Μόλις μπήκα μέσα, άρχισε να με χτυπάει. Εσείς οι Ρωσίδες είστε όλες πουτάνες, φώναζε. Όταν ανέβηκαν οι κομμουνιστές στη Ρωσία, ήρθατε στην Ελλάδα για πουτάνες. Τώρα που έπεσαν οι κομμουνιστές, πάλι για πουτάνες ήρθατε». Σταματάει, γιατί η φωνή της βγαίνει με ρόγχο, σαν ασθματική και πρέπει να πάρει ανάσα. «Δεν ήθελα να τον σκοτώσω», λέει μετά και ξεσπάει σε κλάματα. «Είδα το μαχαίρι πάνω στο τραπέζι και το πήρα για να τον τρομάξω. Δεν ξέρω πώς μου ξέφυγε και του το κάρφωσα».

Η τύχη του πρωτάρη. Τον βρήκε κατ’ ευθείαν στην καρδιά. Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο στον Κώστα, όταν ακούω έναν γδούπο και γυρίζω. Είναι η Βάρια που χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο. Τρέχω και την αγκαλιάζω. «Μην κάνεις έτσι», της λέω. Λες και μπορεί να κάνει αλλιώς.

«Ο Κώστας είχε κρυμμένη εδώ την ηρωίνη».

Καταλαβαίνω αμέσως πού το πάει. Αν βρουν την ηρωίνη, θα πουν ότι τον σκότωσε για τα ναρκωτικά. Άντε μετά να πείσει το δικαστήριο ότι τον σκότωσε γιατί τη ζήλευε και την έδερνε. Ποιος ζηλεύει μια Ρωσίδα λαθρομετανάστρια;

«Πού φύλαγε ο Κώστας την ηρωίνη;».

«Στην κουζίνα. Ανάμεσα στα ρύζια και στα μακαρόνια. Να φαίνεται σαν ζάχαρη».

Πηγαίνω στην κουζίνα και βρίσκω το σακουλάκι εκεί που μου είπε. Το πιάνω από την άκρη και το ρίχνω στην τσάντα μου. «Θα την εξαφανίσω εγώ. Να μη την βρουν εδώ. Εσύ πήγαινε στην Αστυνομία. Αν παραδοθείς μόνη σου, θα μετρήσει».

Ξεσπάει πάλι σε αναφιλητά. «Τον σκότωσα. Μόνο αυτό μετράει».

«Θα ‘ρθουμε μάρτυρες η Νίνα κι εγώ. Θα πούμε ότι σε βασάνιζε και το ‘κανες για να σώσεις τη ζωή σου».

«Μη μ’ αφήνεις μόνη», μου λέει ικετευτικά.

Σκέφτομαι πως αν πάω μαζί της στο Τμήμα θα ξημερωθώ και ποιος θα σώσει μετά εμένα από το ξέσπασμα του Αντρέα; Από την άλλη, είναι φίλη μου και δεν μπορώ να την παρατήσω στη μοίρα της. Περνάω το χέρι μου γύρω στους ώμους της και τη σέρνω απαλά προς την πόρτα. Πριν βγούμε, γυρίζει και μου χαμογελάει.

«Αν ερχόσουν ένα τέταρτο νωρίτερα, μπορεί και να ζούσε τώρα», μου λέει με πίκρα.

Η πίκρα της δεν είναι για μένα, είναι για το ριζικό της. Κοιτάω τον Κώστα, που κοίτεται με το μαχαίρι να εξέχει σαν κοντάρι σημαιούλας, που το κάρφωσαν στην άμμο. Στ’ αυτιά μου ηχούν τα λόγια του Αντρέα: «Μόλις έρχομαι στο μαγαζί, πέφτω πάνω στα σκατά σου».

Τραβάω τη Βάρια πίσω, στο δωμάτιο. «Φέρε μου μια σακούλα κι ένα σεντόνι», της λέω.

Με κοιτάζει με απορία. «Τι να τα κάνεις;».

«Φέρ’ τα και μη ρωτάς».

Ώσπου να τα φέρει, βγάζω ένα χαρτομάντιλο, το τυλίγω στη λαβή του μαχαιριού και το τραβάω. Το αίμα φτάνει ώς τη μέση του λεπιδιού. Σκουπίζω τη λαβή με το χαρτομάντιλο, για να σβήσω τα δακτυλικά αποτυπώματα της Βάριας. Μετά καθαρίζω με προσοχή και το λεπίδι, φροντίζοντας ν’ αφήσω λίγο αίμα στην άκρη. Σαν κάποιος να μπήκε στον κόπο να σκουπίσει το μαχαίρι, αλλά να του ξέφυγε μια σταγόνα.

Η Βάρια γυρίζει με μια πλαστική σακούλα κι ένα κίτρινο σεντόνι. Τυλίγω το μαχαίρι με την πλαστική σακούλα και το βάζω στην τσάντα μου.

«Άκουσέ με καλά», της λέω. «Δεν θα πάμε στο Τμήμα. Θα μείνεις εδώ κι όταν έρθει η Αστυνομία, θα πεις ότι τον σκότωσε ο Αντρέας. Ήρθε εδώ, μάλωσαν για ναρκωτικά, κατέβηκαν μαζί κάτω κι εκεί τον σκότωσε». Και οι δύο πουλούσαν γυναίκες και οι δύο πουλούσαν ηρωίνη, μάλωσαν και τον μαχαίρωσε. Αν μου το ‘λεγαν, θα το πίστευα. Γιατί να μην το πιστέψει η Αστυνομία»;

Η Βάρια με κοιτάζει και δεν κουνάει από τη θέση της. «Ο Αντρέας δεν είναι στο μπαρ;» με ρωτάει.

«Όταν τον μαχαίρωσες, δεν ήταν. Ήρθε μετά. Μπρος, βοήθησέ με να τον τυλίξουμε στο σεντόνι και να τον κατεβάσουμε κάτω, στην αλάνα».

Η αλάνα είναι ένας σκουπιδότοπος, δίπλα στο σπίτι. Σπρώχνω τη Βάρια, για να ξυπνήσει. Ευτυχώς, δεν έχει κρυώσει ακόμα και τον τυλίγουμε εύκολα στο σεντόνι. Μα όταν πιάνω τις δυο άκρες για να τον σηκώσω, ο πόνος ζώνει πάλι το κορμί μου και τα χέρια μου κόβονται. Μου περνάει η ιδέα να τον σύρουμε, αλλά το δάπεδο είναι βρώμικο και αν αφήσουμε ίχνη, θα τα δουν οι αστυνομικοί. Σφίγγω τα δόντια μου και κρατάω το σεντόνι αγκομαχώντας. Η σκάλα είναι στενή και θεοσκότεινη. Σε κάθε βήμα κινδυνεύουμε να κατρακυλήσουμε και να μας πλακώσει το πτώμα.

Μισανοίγω την εξώπορτα και κοιτάζω έξω. Μια παρέα νεαρών περνάει με φωνές και τραγούδια. Στρίβουν προς την Ομόνοια και εμείς βγάζουμε τρέχοντας το πτώμα στην αλάνα. Ξετυλίγουμε το σεντόνι και, για καλή μας τύχη, ο Κώστας σωριάζεται ανάσκελα. Μου έρχεται να σωριαστώ κι εγώ δίπλα του, αλλά κρατιέμαι. Μαζί με το σεντόνι, μαζεύω και τις τελευταίες δυνάμεις μου.

«Πήγαινε και σήκωσε το τραπέζι», λέω στη Βάρνα. «Να μη φανεί ότι ο Κώστας ήταν μέσα και έτρωγε. Και στρώσε το σεντόνι στο κρεβάτι. Να φαίνεται τσαλακωμένο από τον ύπνο. Εγώ θα ειδοποιήσω την Αστυνομία».

«Λες να το χάψουν;». Στο σκοτάδι, η φωνή της ραγίζει από την αμφιβολία.

«Αν δεν το χάψουν, θα ‘ρθω μαζί σου στη φυλακή, για παρέα», της λέω και γελάω, πιο πολύ για να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου.

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ τι θα πω στο τηλέφωνο και πώς θα το πω, για να μην καταλάβουν ότι είμαι ξένη. Γιατί, αν μάθει ο Αντρέας ότι τον κάρφωσε ξένη, θα υποψιαστεί πρώτα εμένα.

Στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο βγάζω την κάρτα που έχω, για να τηλεφωνώ κάθε εβδομάδα στους δικούς μου, στη Βουλγαρία. Πριν πάρω το Εκατό, σκεπάζω το ακουστικό μ’ ένα χαρτομάντιλο. Αρχίζω να μιλάω αργά, για να μην μπερδευτώ και κάνω λάθη. «Στην αλάνα, οδός Ευμορφοπούλου, είναι πεθαμένος ο Κώστας… Τον σκότωσε ο Αντρέας, που έχει το μπαρ “Cozy”… Πήρε το μαχαίρι μαζί του…».

«Ποια είσαι συ; Όνομα;….».

Δεν τον αφήνω να συνεχίσει. Κλείνω το τηλέφωνο.

Τα γόνατά μου λυγίζουν. Βρίσκω ένα άδειο ταξί και δίνω τη διεύθυνση του μπαρ. Ο οδηγός είναι ένας σαραντάρης και με κοιτάζει από το καθρεφτάκι. «Αλβανή είσαι;» με ρωτάει.

«Βουλγκάρα».

«Είσαι να κάνουμε κατάσταση και να σου χαρίσω τ’ αγώγι;».

Δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι μου λέει, αλλά πιάνω το νόημα. Σωπαίνω, για να μην ανοίξω κουβέντα και το μετανιώσω.

«Γιατί;» επιμένει και μου χαμογελάει από το καθρεφτάκι. «Στη Βουλγαρία βγάζατε πιο πολλά; Πείνα και των γονέων. Αλλά εδώ, μ’ εμάς τα κορόιδα, σας άνοιξε η όρεξη».

Στο πρώτο φανάρι, του πετάω ένα πεντακοσάρικο στο κάθισμα και κατεβαίνω. Δεν το ‘χει σε τίποτα να μου ορμήξει και να πει στην Αστυνομία ότι τον λήστεψα.

Οι δυο μπράβοι έχουν βγει στην είσοδο του μπαρ να πάρουν αέρα. Ο ένας μου χουφτώνει τον πισινό, καθώς προσπερνάω και σκάει στα γέλια. Για να μου θυμίσει ότι εγώ είμαι αρνί από τη Βουλγαρία κι αυτός έχει κάθε μέρα Πάσχα. Ο Αντρέας κάθεται σ’ ένα τραπέζι με δυο φίλους του και τα λένε. Γυρίζει και μου ρίχνει ένα απαθές βλέμμα.

Πηγαίνω κατ’ ευθείαν στο κουζινάκι, που πλένουν τα πιάτα και τα ποτήρια του μπαρ. Ξέρω ότι θα το βρω άδειο, γιατί η Μαρία, η λαντζέρισσα έχει φύγει τέτοια ώρα. Ξετυλίγω προσεκτικά το μαχαίρι από το χαρτομάντιλο μέσα στην τσάντα μου και τ’ αφήνω κάτω-κάτω στη θήκη με τα μαχαίρια. Μετά, πιάνω το πλαστικό σακουλάκι με την ηρωίνη από την άκρη και το κρύβω στο ντουλαπάκι κάτω από τον νεροχύτη.

Μου παίρνει να πλαγιάσω με δύο άνδρες, ώσπου να έρθει το περιπολικό με τους αστυνομικούς. Ο πρώτος είναι γρήγορος. Δεν προλαβαίνουμε να ξαπλώσουμε και έχει τελειώσει. Ο δεύτερος είναι απ’ αυτούς που σε βρίζουν, για να μπορέσουν να το κάνουν. Επαναλαμβάνει μονότονα το «Βουλγάρα ξεσκισμένη, χοντροκώλα», σαν νανούρισμα. Κανείς από τους δυο δεν προσέχει τις μελανιές μου, γιατί είναι τύφλα στο μεθύσι.

Όταν κατεβαίνω τη δεύτερη φορά στο μπαρ, οι αστυνομικοί έχουν κολλήσει τον Αντρέα στον τοίχο και τον ψάχνουν. Τα κορίτσια έχουν στριμωχτεί τρομαγμένα σε μια γωνιά και κοιτάνε. Δεν βρίσκουν τίποτα πάνω του και ψάχνουν το μπαρ. Οι δυο αρχίζουν ν’ αδειάζουν τα ράφια με τα μπουκάλια, ενώ ο τρίτος μπαίνει στο εσωτερικό. Γυρίζει σε δύο λεπτά.

«Κύριε αρχιφύλακα», φωνάζει σ’ αυτόν που εξακολουθεί να κρατάει τον Αντρέα και του δείχνει το μαχαίρι μέσα σ’ ένα νάιλον σακουλάκι και την ηρωίνη.

«Αυτά δεν είναι δικά μου»! ουρλιάζει ο Αντρέας. «Ούτε το μαχαίρι ούτε η άσπρη»!

Σωστά. Δεν είναι αυτή που θα μου έκανε την υπερβολική δόση, για να βγω στα κανάλια, αλλά δεν πειράζει.

«Μπορεί να μην είναι δικά σου», του λέει ο αρχιφύλακας. «Αν όμως είναι του αληταρά που σκότωσες, την έχεις βάψει. Εσείς θα περιμένετε για να δώσετε κατάθεση», λέει σ’ εμάς, καθώς περνάει τις χειροπέδες στον Αντρέα.

«Ωραίες καταθέσεις θα πάρουμε απόψε», γελάει ο ένας αστυφύλακας και κλείνει πονηρά το μάτι στον άλλο.

«Τρελάθηκες;» του απαντάει ο άλλος. «Αυτές οι Ρωσορουμανοβουλγάρες πλένονται μια φορά στη ζωή τους, όταν τις βουτάει στη λεκάνη η μαμμή. Θα γίνεις πειραματόζωο από τα μικρόβια». Γυρίζει στην Ειρήνα, που έχει αγκιστρωθεί πάνω μου από τον φόβο της. «Έλα εσύ να μας τα πεις πρώτη», της λέει και το χνώτο του βρωμάει.

«Τον έπιασαν», λέω στη Βάρια, όταν γυρίζω στο σπίτι. «Γλίτωσες».

«Κι εσύ γλίτωσες».

«Εμένα, το διαβατήριο μού το κρατούσε ο Αντρέας και δεν ξέρω πού το έχει. Όποιος το βρει, αυτός θα ‘ναι το καινούργιο αφεντικό μου», της λέω.

Και πάω για ύπνο.

******

Η Σόνια και η Βάρια του Πέτρου Μάρκαρη

******

Πηγή κειμένου: mikrosapoplous.gr

Πηγή εικόνας: qualityresearchinternational.com