Μεσημέρι Κυριακής, 14 Ιανουαρίου 1979. Το Λιμεναρχείο Λαυρίου δέχεται ένα τρομερό τηλεφώνημα. Σε μία ακτή κοντά στην Ανάβυσσο Αττικής, η θάλασσα έχει ξεβράσει μία νεαρή γυναίκα δεμένη και σφιχταγκαλιασμένη με ένα κοριτσάκι. Λίγες ώρες αργότερα, οι βατραχάνθρωποι εντόπισαν και το άψυχο κορμί ενός μικρού αγοριού. Η ταυτοποίηση δεν άργησε να γίνει, καθώς η γυναίκα φορούσε μία βέρα με το όνομα του συζύγου της και την ημερομηνία του γάμου τους.
Οι αστυνομικοί εντόπισαν το σπίτι του στο κέντρο της Αθήνας και το ίδιο βράδυ, του χτύπησαν την πόρτα. Την ώρα που έφτασαν, ο 32χρονος άντρας ήταν ανάστατος. Η γυναίκα του με τα δύο τους παιδιά, έλειπε από το πρωί κι ήταν έτοιμος να δηλώσει την εξαφάνισή τους στις αρχές.
Οι αστυνομικοί του ανέφεραν τις υποψίες τους και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο λιμεναρχείο για την αναγνώριση.
Μπροστά στο θέαμα των πνιγμένων παιδιών του, κατέρρευσε.
Οι άντρες της ασφάλειας περίμεναν να συνέλθει και μετά τον πήραν για ανάκριση.
Το χρονικό της δολοφονίας
Το πόρισμα
Σύμφωνα με το πόρισμα του ιατροδικαστή, αιτία θανάτου ήταν ο πνιγμός. Πράγμα που σημαίνει ότι όταν βούτηξαν στη θάλασσα ήταν και οι τρεις ζωντανοί. Όπως όλα δείχνουν, η μητέρα πρώτα έδωσε στα παιδιά τα αγαπημένα τους γλυκά, έπειτα γέμισε με βότσαλα τις τσέπες τους και με τη ζώνη του παλτού της, τα έδεσε σφιχτά πάνω της. Κρατώντας τα από το χέρι, πλησίασε στην άκρη ενός ψηλού βράχου και πήδηξε. Το 8χρονο κοριτσάκι αντανακλαστικά «γραπώθηκε» πάνω της. Ο 5χρονος, κατά την πτώση λύθηκε, γι’ αυτό και το σώμα του βρέθηκε σφηνωμένο ανάμεσα στα βράχια του βυθού. Μητέρα και κόρη ξεβράστηκαν σφιχταγκαλιασμένες στην ακτή, όπου τις εντόπισε το ίδιο μεσημέρι ένας περιπατητής και κάλεσε το λιμενικό.
Μία σύγχρονη Μήδεια
Στην κατάθεσή του, λίγη ώρα μετά την αναγνώριση, ο πατέρας ήταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στο σοκ, τη θλίψη και την οργή.
Φόνισσα! Γιατί μου πήρες τα αγγελούδια μου; Τι σου έκανα;
Υποστήριξε ότι η γυναίκα του τον ζήλευε παθολογικά, είχε παραισθήσεις, και στο παρελθόν είχε απειλήσει ότι θα έκανε κακό στα παιδιά. Μάλιστα το 1971, προτού ακόμα συμπληρώσουν ένα χρόνο παντρεμένοι, είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει. Ο σύζυγός της την πρόλαβε λίγο πριν πηδήξει από το μπαλκόνι.
«Από την αρχή κατάλαβα ότι η γυναίκα μου δεν ήτανε νορμάλ άνθρωπος. Την κρατούσα στο σπίτι κι ας μην ήτανε στα καλά της. Δεν της χαλούσα χατίρι για χάρη των παιδιών μας. Δεν έλεγα τίποτα στους δικούς μου για να μην κυκλοφορεί το δράμα μου. Παραπονιόμουν μόνο καμιά φορά γιατί η δική μου γυναίκα δεν ήταν σαν τις άλλες. Καταπίεζε τα μωρά μου, τα βασάνιζε. Ξέσπαγε πάνω τους σε κάθε ευκαιρία. Τα ζήλευε, τα πίεζε σας λέω. Να τώρα που έφτασε στο αποκορύφωμα. Στο έγκλημα.»
Οι συνήθεις γείτονες
Όσο περνούσαν τα χρόνια όμως, η κατάσταση χειροτέρευε. Τον κατηγορούσε ότι έχει ερωμένες, ενώ ενοχλούταν που έδινε περισσότερη προσοχή στα παιδιά τους παρά στην ίδια. Μερικούς μήνες πριν την τραγωδία, πάνω σε έναν καυγά, τον είχε προειδοποιήσει ότι θα σκοτωνόταν και θα σκότωνε και τα παιδιά. Δεν την πίστεψε.
Αρκετοί γείτονες υποστήριξαν την εκδοχή του. Κατέθεσαν ότι από την αρχή του γάμου τους, η νεαρή γυναίκα εκδήλωνε έντονα σημάδια ψύχωσης. Τον ζήλευε χωρίς λόγο και τον κατηγορούσε για πράγματα ανυπόστατα. Ένας δήλωσε χαρακτηριστικά ότι ο Ν.Χ. ήταν «υπόδειγμα οικογενειάρχη». Από το σπίτι στο μαγαζί και από το μαγαζί στο σπίτι ήταν οι μοναδικές διαδρομές που έκανε. Μία μέρα την εβδομάδα πήγαινε μόνο στο καφενείο για να παίξει χαρτιά. Η συζυγό του, σύμφωνα πάντα με τον παρατηρητικό γείτονα, κυκλοφορούσε πάντα σκυθρωπή, μελαγχολική και αμίλητη.
Αντίθετα, οι συγγενείς της γυναίκας υποστήριξαν ότι η συμπεριφορά της άλλαξε απ’ όταν τον παντρεύτηκε. Η αδερφή της ήταν βέβαιη ότι ο σύζυγός της ήταν βίαιος μαζί της, την απατούσε και ήταν εθισμένος στον τζόγο. Ωστόσο, η μακαρίτισσα δεν της είχε πει κάτι. «Μάλλον από φόβο», ήταν το συμπέρασμα της αδελφής της.
Η κηδεία έγινε σε ένα τρομερό κλίμα οδυρμού και απορίας. Γιατί; ήταν το επαναλαμβανόμενο ερώτημα που δεν είχε απάντηση. Τα δύο μικρά παιδιά τάφηκαν στο ίδιο φέρετρο, ενώ η μάνα τους ξεχωριστά. Ο πατέρας θρηνούσε τα παιδιά του και καταριόταν τη γυναίκα του.
Τα σκότωσε η κακούργα. Τα έπνιξε η φόνισσα. Προμελετημένα το ‘κανε! Εμένα να σκότωνε, όχι εκείνα! Να με τουφεκούσε. Εκείνα τι φταίγανε;
mixanitouxronou.gr