Τον παρακολουθούσα αθέατη, κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες του δωματίου μου. Τέσσερις μέρες τώρα εκείνος έσκαβε το χώμα, τακτοποιούσε τα παρτέρια, τραβούσε και ξερίζωνε τα άγρια χόρτα που είχαν πνίξει όλο τον χώρο κι εγώ τον εξέταζα.
Τα μάτια του ήταν σκούρα, του διαβόλου, και τα χείλη του σκληρά και σαρκώδη σαν τα αγέλαστα ρεμπέτικα. Τον έβλεπα που έσκυβε, που σηκωνόταν, άλλαζε εργαλεία και σκούπιζε με την ανάστροφη της παλάμης τον ιδρώτα του στο μέτωπο. Όταν συνερχόμουν από την εξαντλητική πόσης ώρας, άραγε; ακαμψία που επέβαλλα στον εαυτό μου, συνειδητοποιούσα πως το βλέμμα μου είχε κολλήσει εκεί όπου η σκουρόχρωμη φανέλα που φορούσε είχε ξεφύγει από το σφίξιμο της φαρδιάς ζώνης, είχε τραβηχτεί προς τα επάνω και αποκάλυπτε ένα μέρος της μέσης του που γυάλιζε στον ήλιο του Απριλίου.
Είχε εμφανιστεί μπροστά μου Κυριακή πρωί και με σπασμένα ελληνικά ζήτησε δουλειά. Είπε πως είναι από τη Βόρειο Ήπειρο και ξέρει από καλλιέργειες. Επάνω που είχαμε αρχίσει να απελπιζόμαστε με την κατάντια του κήπου και συζητούσαμε να αναζητήσουμε τις υπηρεσίες κάποιου κηπουρού. Σχεδόν σπασμωδικά και χωρίς να υπολογίσω τα σχόλια των γειτόνων ούτε τις επικριτικές παρατηρήσεις της Ελβίρας του άνοιξα την πόρτα και τον οδήγησα στη μικρή αποθήκη των εργαλείων που βρίσκεται στην άκρη του κτήματος, δίπλα στο σπιτάκι του Έκτορα.
Εδώ μέσα υπάρχουν όλα όσα θα χρειαστείς, του είπα.
Τέλος, του έδειξα τους διακόπτες και τα κλειδιά του νερού.
Για το πότισμα, συμπλήρωσα ταραγμένη και αποχώρησα.
Αισθανόμουν ήδη μετανοιωμένη για την απερισκεψία μου αλλά ήταν πλέον αργά.
Μπήκα βιαστικά στο σπίτι και τράβηξα όλες τις κουρτίνες.
Η κυρία νόμιζε πως δεν είχα αντιληφθεί τίποτα αλλά εγώ, μόλις διέκρινα, απ’ την πρώτη κιόλας μέρα, να κουνιούνται οι κουρτίνες στα μεγάλα παράθυρα, κατάλαβα.
Χωρίς την παραμικρή αλλαγή στις κινήσεις μου συνέχιζα το σκάψιμο και το ξερίζωμα των χόρτων και την άφηνα να με παρακολουθεί με την ησυχία της.
Υπολόγιζα πως εξέταζε το πρόσωπό μου για να καταλάβει τον χαρακτήρα μου, πως μετρούσε τις φλέβες στα χέρια μου για να υπολογίσει τη δύναμη, και διασκέδαζα. Μερικές φορές, όταν έσκυβα περισσότερο, αισθανόμουν το βλέμμα της να έχει κολλήσει στην ιδρωμένη μέση μου. Τότε, έτσι για να παίξω μαζί της, σήκωνα τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι μου, τα τέντωνα, δήθεν να ξεμουδιάσω, και τραβούσα τη φανέλα να σηκωθεί ακόμη περισσότερο. Να φανεί καθαρά το τατουάζ, του φιδιού που δαγκώνει την ουρά του, γύρω απ’ τον αφαλό μου. Στη συνέχεια έχωνα, με αργές κινήσεις, τις άκρες της βαθιά μέσα στο παντελόνι μου. Τέλος, άνοιγα τα πόδια και τακτοποιούσα με τη χούφτα το καβάλο. Τη φανταζόμουν να τρίβει, με το αριστερό χέρι, τη ρώγα του στήθους της, με το άλλο να χαϊδεύει την κοιλιά της κοντά στον αφαλό, αφήνοντάς το στη συνέχεια να γλιστρήσει κάτω απ’ τη μέση της και ερεθιζόμουν περισσότερο. Με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα την κίνηση της κουρτίνας και περίμενα. Πόσο θ’ αντέξει; αναρωτιόμουν.
***
Έχει γούστο να αντιλήφθηκε την κρυψώνα μου, σκεφτόμουν έντρομη κάθε φορά που εκείνος έστρεφε το σώμα προς την πλευρά μου, άνοιγε τα πόδια στη διάσταση και, με σχεδόν πρόστυχες κινήσεις, τακτοποιούσε τα ρούχα του, χουφτώνοντας στο τέλος με τα σκασμένα χέρια του το φούσκωμα του παντελονιού του.
Κατακόκκινη από ντροπή τραβούσα το δεξί μου χέρι από πάνω μου και άφηνα αδέξια την κουρτίνα να πέσει, ενώ αποτραβιόμουν στο βάθος του σπιτιού. Εκεί, λες και κάποιος να με παρακολουθούσε και έλεγχε τις κινήσεις μου, μετακινούσα τα διάφορα μικροαντικείμενα που ήταν αραδιασμένα επάνω στα έπιπλα, προσποιούμενη πως τα τακτοποιώ, με ιδιαίτερη επιμονή στις φωτογραφίες.
Η Σοφία με ένα εκτυφλωτικά κίτρινο φόρεμα και ένα πελώριο ψάθινο καπέλο στα μαλλιά χαμογελούσε ευτυχισμένη. Ο Παύλος ντυμένος τη μαύρη τήβεννο της ορκωμοσίας και το αστείο καπέλο με τη φούντα στο κεφάλι ακουμπούσε το νεοαποκτηθέν πτυχίο στο στήθος του και καμάρωνε. Ο Στέφανος, με μαύρα ακόμη όλα του τα μαλλιά, είχε περασμένο το χέρι στους ημίγυμνους ώμους της Ελβίρας και χαμογελούσε αμήχανα, ενώ εκείνη, με ολόκληρο το σώμα στραμμένο προς την πλευρά του, τον κοιτούσε στα μάτια πλημμυρισμένη από προσμονή. Εγώ μόνη, σ’ ένα μπαλκόνι ανατολικό, κάποιο φθινόπωρο. Αν μπορούσε να δει κάποιος την πίσω πλευρά της φωτογραφίας, θα διάβαζε: Ποτέ δεν θα μάθω ποια αφορμή έχει η θλίψη σου, που είχε γράψει ο Στέφανος.
Τα ανίψια μου τα έβλεπα τώρα πια κάθε καλοκαίρι στις διακοπές ή κατά τη διάρκεια των μεγάλων εορτών. Εκτός κι αν αποφάσιζα να ταξιδέψω, πράγμα σπάνιο, συνδυάζοντας αναψυχή και ψώνια: μικροαντικείμενα από τη Φλωρεντία, φορέματα και καλλυντικά από το Λονδίνο.
Η πρωτοφανής επιτυχία του Στέφανου στις τελευταίες εκλογές τον υποχρέωνε σε συνεχείς μετακινήσεις, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Τα αεροπλάνα είχαν γίνει το δεύτερο σπίτι του και η Αθήνα η άλλη του πατρίδα. Παλαιότερα τον ακολουθούσαμε εγώ και η Ελβίρα αλλά τελευταία απέφευγε και να μας το προτείνει ακόμη. Κάτι ανώνυμα τηλεφωνήματα που αρχίσαμε να λαμβάνουμε στο σπίτι, κατά τις βραδινές κυρίως ώρες, έκαναν λόγο για την ύπαρξη κάποιας άλλης γυναίκας που διέθετε τα μισά από ‘κείνον χρόνια. Η Ελβίρα δεν ήθελε ν’ ακούσει λέξη. Εγώ, αντιθέτως, πλημμυρισμένη από ζήλεια και οργή, όχι μόνο δεχόμουν να πληροφορούμαι τα υποτιθέμενα καμώματα του Στέφανου από ανώνυμες φωνές, άνοιγα επιπλέον και διάλογο μαζί τους. Μέχρι του βαθμού να επιδιώκω να γνωρίσω την άλλη, αψηφώντας τα σχόλια και την κατακραυγή που θα δεχόμουν από όλους.
***
Τέσσερις μέρες τώρα, δεν καταδέχτηκε να ρωτήσει τίποτα για το χωριό μου, ούτε καν ποιο είναι το μικρό μου όνομα. Την Κυριακή που παρουσιάστηκα μπροστά της, για να μην την τρομάξω, της είπα πως είμαι Βορειοηπειρώτης. Αυτοί έχουν πιο καλή φήμη απ’ τους Αλβανούς, σκέφτηκα. Πάντως αν η κυρία ενδιαφερόταν και ρωτούσε να μάθει για μένα, εγώ είχα έτοιμη την ιστορία μου. Θα της την έλεγα, όπως την είπα όταν χρειάστηκε και σ’ άλλους μέχρι τώρα.
«Κατέβηκα απ’ το Γκρέμσκι», θα της έλεγα, «αφήνοντας μέσα μάνα, γυναίκα και δύο παιδιά. Το μόνο που ήθελα ήταν να βγω έξω. Και το έξω ήταν η Ελλάδα. Οι αγορές των φρούτων, οι γεμάτοι μ’ εμπορεύματα πάγκοι, οι φωτισμένες βιτρίνες κι ένα καλό μεροκάματο. Αν γλίτωνα την κλούβα θα μάζευα, με κάθε τρόπο, χρήματα και θα επέστρεφα φορτωμένος. Μακαρόνια, καφέ, κονσέρβες και ρούχα. Για τα δύο αγόρια, τον Παντέλι και τον Μπράνκο, αθλητικά παπούτσια και φόρμες γυαλιστερές. Για τη Λουμέ ένα πολύχρωμο φόρεμα και μια ντουζίνα φλιτζανάκια του καφέ με τα πιατάκια τους. Για τη μάνα θ’ αγόραζα μια τηλεόραση, και δρόμο για μέσα».
Κι αν η κυρία ήθελε να μάθει για το μέσα, θα της μιλούσα για κάποια άδεια πλατεία, στοιχημένα μουντά κτίρια, ανοιχτούς δρόμοι, λάσπη και σκουπίδια.
«Ξέρω», θα της έλεγα, «πως στα σύνορα θα δω να περιμένει μια σειρά παλιών αυτοκινήτων που, αφού έκαναν δεύτερο κύκλο στην Ελλάδα, ξαναπουλήθηκαν, τρίτο χέρι, στους δικούς μας. Θα στέκονται στραπατσαρισμένα, με τα πολύχρωμα σήματα μιας άλλης χώρας πάνω στα τζάμια, με απαραίτητο αξεσουάρ τη σχάρα στην οροφή. Θα με παραλάβει, μαζί με άλλους τέσσερις, ένα ξεφλουδισμένο Φίατ που μουγκρίζοντας στον ανήφορο θ’ αφήνει πίσω του μαύρο καπνό. Στα παρατημένα χωράφια θα δω τα σκουριασμένα τρακτέρ και σε κάθε στροφή και γέφυρα τα εγκαταλελειμμένα πολυβολεία. Οι δεντροστοιχίες με τις λεύκες θα είναι εξαφανισμένες. Τον προηγούμενο βαρύ χειμώνα οι κορμοί τους είχαν μπει στις σόμπες και τους φούρνους. Στην πλατεία εκείνοι που θα στέκονται μπροστά απ’ τις άδειες βιτρίνες των καταστημάτων θα κοιτάζουν με ζήλεια τη σχάρα του αυτοκινήτου. Οι συγγενείς θα περιμένουν, μ’ αγωνία, τα τσουβάλια και τα χαρτοκιβώτια. Μαζί τους κι ολόκληρη η χώρα. Εκείνοι που δεν αξιώθηκαν ένα τέτοιο ταξίδι στον παράδεισο θ’ αρκεστούν στην προσφορά τσιγάρων και ζαχαρωτών».
Αυτά, πάνω – κάτω, θα της έλεγα κι εκείνη ας αμφέβαλλε.
Χωρίς να είμαι σε θέση να προσδιορίσω την αιτία, ξαφνικά αντιλήφθηκα να σβήνουν τα φώτα του χολ και η τηλεόραση του καθιστικού να σιγεί. Έντρομη διαπίστωσα πως στον πίνακα του ηλεκτρικού ένας διακόπτης ήταν πεσμένος. Με κατέλαβε ο τρόμος του ενδεχόμενου σκοταδιού και πανικοβλήθηκα. Τέσσερις μέρες τώρα ήμουν μόνη και ο φόβος μου είχε πολλαπλασιαστεί. Η μικρή Γεωργιανή που είχαμε για το σπίτι, η Μάια, είχε πάει για λίγο στους δικούς της και θα επέστρεφε την επομένη.
Η πρώτη μου σκέψη έτρεξε σ’ εκείνον έξω στον κήπο. Αυτοί οι πολυτεχνίτες τα καταφέρνουν σε όλα, σκέφτηκα, και τον κάλεσα. Άφησε τα λασπωμένα του υποδήματα έξω, πέρασε μέσα και πέταξε το βρώμικο μπουφάν του στο βελούδο της πολυθρόνας. Η βλάβη αποκαταστάθηκε μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Τα φώτα του διαδρόμου άναψαν, ως εκ θαύματος, και από δίπλα επανήλθε ο ήχος της συσκευής. Εκείνος στεκόταν όρθιος στη μέση της υποδοχής, εισπράττοντας τον βουβό θαυμασμό μου. Τον ευχαρίστησα με τα μάτια καρφωμένα στα γεμάτα γράσα και λάσπη νύχια των χεριών του και παραμέρισα ελαφρώς για να βγει και πάλι στον κήπο. Συνέλαβα το βλέμμα του να εξετάζει τους χώρους που του επέτρεπε η θέση στην οποία στεκόταν και την επόμενη στιγμή να διατρέχει όλο μου το κορμί.
Ασυναίσθητα τράβηξα τα χέρια πίσω από τη μέση μου και γύρισα κρυφά το δαχτυλίδι του δεξιού μου παράμεσου ανάποδα να δείχνει σαν βέρα. Δεν ήθελα, για τίποτε στον κόσμο, να αποδώσει το κάλεσμα σε στέρηση. Εκείνος συνέχισε να περιεργάζεται τα πάντα. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν μέσα στο σπίτι και έδειχνε θαμπωμένος. Το ερευνητικό βλέμμα και η ακινησία του άρχισαν να με τρομάζουν. Στεκόμασταν αμίλητοι και οι δύο, σαν ζώα που αναμετρούν τις δυνάμεις τους, περιμένοντας το ένα από το άλλο την πρώτη κίνηση: επίθεσης ή αποφυγής. Η σιωπή εκείνων των στιγμών έσμιγε τις ανάσες μας. Ο φόβος ήδη είχε φωλιάσει μέσα μου.
Μπάνιο; τον άκουσα να ρωτά, απαιτώντας το σχεδόν, και το αίμα άδειασε από τις φλέβες μου.
Και πριν προλάβω να συνέλθω από την απρόσμενη τροπή που έπαιρνε η κατάσταση μού είπε πως επιθυμεί να κάνει ένα ντους. Για να καθαριστεί από τις λάσπες, όπως επιχειρούσε να μου εξηγήσει με αρκετή δόση συστολής, και να απολαύσει την πολυτέλεια που του προσφερόταν.
Σαν υπνωτισμένη τον οδήγησα στο μικρό μπάνιο, του έβγαλα μια καθαρή πετσέτα, τράβηξα την πόρτα πίσω μου και απομακρύνθηκα. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ακούστηκε ο γδούπος κάποιας μεταλλικής πόρπης από ζώνη που πέφτει στα πλακάκια του δαπέδου κι αμέσως η ορμή τρεχάμενου νερού. Χωρίς να προηγηθεί ο θόρυβος της πόρτας που κλείνει, ούτε του κλειδιού, φυσικά, που γυρίζει από μέσα. Τι να απεικονίζει, άραγε, το τατουάζ που είχα διακρίνει γύρω από τον αφαλό του; αναρωτήθηκα τη στιγμή που κατευθυνόμουν ναρκωμένη προς την πολυθρόνα που ήταν πεταμένο το μπουφάν του.
Τόση ήταν η αντοχή της, πανηγύρισα όταν την άκουσα να με καλεί στο σπίτι. Πέταξα την τσάπα που κρατούσα, πήρα το μπουφάν που κρεμόταν σ’ ένα κλαδί κι ανέβηκα, χωρίς βία, τα σκαλοπάτια. Έβγαλα τα άρβυλα και πέρασα μέσα με τις κάλτσες. Με περίμενε βαμμένη γύρω απ’ τα μάτια και χείλη κόκκινα σαν αίμα. Από κοντά την έκανα πάνω από σαράντα χρόνων. Στερημένη, σκέφτηκα και σχεδόν τη λυπήθηκα. Ενώ η πολυτέλεια που αντίκρυσα στο σπίτι με θάμπωσε. Παντού άσπρα μάρμαρα, κρύσταλλα, ασήμια, ζωγραφιές και φωτογραφίες. Μια όμορφη ξανθή που χαμογελούσε, θα είναι η κόρη της, συμπέρανα. Και το παλικάρι με τα μαύρα καρναβαλίστικα, ο γιος της. Στην ίδια ηλικία μ’ εμένα, υπολόγισα. Κι ένας μαλάκας που αγκάλιαζε μια άλλη γυναίκα. Κάπου τον ξέρω αυτόν, σκέφτηκα, αλλά εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να θυμηθώ, από πού. Στη διπλανή φωτογραφία ήταν η ίδια μόνη της, ακουμπισμένη σ’ ένα μπαλκόνι. Με το βλέμμα αναζήτησα τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της. Φορούσε βέρα. Δεν καταλάβαινα τίποτα αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Πού στο διάβολο βρίσκονται όλοι αυτοί και δεν εμφανίστηκε κανένας τους τόσες μέρες; αναρωτήθηκα. Θα μου τα πει όλα μετά η κυρία, σκέφτηκα και χαμογέλασα. Την άκουσα που μου μιλούσε για μια βλάβη στο φως. Μ’ ερχόταν να γελάσω με την πονηριά της αλλά συγκρατήθηκα. Σχεδόν τα ίδια μ’ εκείνο τον χοντρό δικηγόρο, σκέφτηκα, που με κάλεσε στο σπίτι του την προηγούμενη βδομάδα, δήθεν για βάψιμο, και με τράβηξε ίσια στο δωμάτιο με το κρεβάτι. Τότε, απ’ τον νου μου είχε περάσει η ιδέα να τον πνίξω με τη ζώνη ή να τον χαρακώσω με το μαχαίρι που κουβαλώ πάντα πάνω μου και να φύγω, αλλά έμεινα. Δέκα χιλιάδες, καλά είναι; είπε ο γέρος στο τέλος κι έχωσε στην τσέπη του παντελονιού μου το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα.
Η συμφωνία με την κυρία ήταν ένα πεντοχίλιαρο τη μέρα, καλά ήταν.
Άλλαξα, στο άψε – σβήσε, την καμένη λάμπα του διαδρόμου, σήκωσα τον πεσμένο διακόπτη, κι αυτό ήταν όλο. Την είδα να τραβιέται στην άκρη για να βγω έξω και να συνεχίσω το σκάψιμο. Έτσι που την κοίταζα ανάμεσα στα πλούτη, με τα δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια με πέτρες, ήθελα να της μιλήσω. Να της πω την ιστορία μου και στο τέλος να τη ρωτήσω αν γνώριζε τα τρία κακά του ντουνιά που φοβούνται στον τόπο μου. Ο βοριάς, η πείνα και οι άλλοι, θα της έλεγα. Δεν είπα τίποτα, ούτε κουνήθηκα απ’ τη θέση μου. Εξέταζα τα διάφορα αντικείμενα που γυάλιζαν, υπολογίζοντας την αξία τους και την άλλη στιγμή την κοίταζα στα μάτια, περιμένοντας το κάλεσμα. Όμως εκείνη στεκόταν σαν πέτρα μπροστά μου και δεν έλεγε να κουνηθεί. Μόνο μια γαλάζια φλεβίτσα τρεμόπαιζε στον αριστερό της κρόταφο. Κι αυτή φοβάται, σκέφτηκα. Τότε θυμήθηκα το τέχνασμα του λουτρού που μ’ είχε αναφέρει ο Μπασκίμ. Άφηνε, όπως έλεγε, την πόρτα μισάνοιχτη και όταν τελείωνε κι έβγαινε, με τα νερά ακόμη επάνω του, χαλάρωνε την πετσέτα που τον σκέπαζε και την άφηνε να πέσει, δήθεν τυχαία, κάτω. Αυτό το κόλπο πιάνει πάντα, ισχυριζόταν ο φίλος μου.
Την ώρα που ήμουνα κάτω απ’ το νερό, σαν φλας μού ήρθε η σκατόφατσα εκείνου που είδα στη φωτογραφία, έξω. Ήμουν σίγουρος πως κάποτε τον είχα δει στην τηλεόραση που μιλούσε. Βγήκα με τα νερά να στάζουν από πάνω μου, σχηματίζοντας μικρές λίμνες κάτω απ’ τα πόδια μου. Πέρασα την πετσέτα γύρω απ’ τη μέση μου και την αναζήτησα με το βλέμμα.
Του είπα να φύγει, χωρίς να ολοκληρωθούν οι εργασίες του κήπου. Άλλωστε επιστρέφουν μεθαύριο κι ο Στέφανος με την Ελβίρα από τις Βρυξέλλες. Καλύτερα που δεν θα τον βρουν εδώ. Ούτε καν να μάθουν την ύπαρξή του. Όσο για τον κήπο, θα τους πω ψέματα πως πήρα κάποιον ηλικιωμένο κηπουρό που τα μισοκατάφερε. Όμως, η ανόητη, έπρεπε να σηκώσω όλες τις φωτογραφίες πριν τον καλέσω να περάσει μέσα. Έστω να τις ρίξω μπρούμυτα. Θεέ μου, τι απερισκεψία! Το σπίτι, αν μπερδέψει τους δρόμους και χαθεί, μπορεί να μην το ξαναβρεί. Αν αναγνώρισε όμως τον Στέφανο!
Όταν ηρεμώ και καταφέρνω να διώξω τους φόβους μου, τον θυμάμαι που έψαχνε τα δάχτυλά μου για βέρα και τα βάζω με τη δική μου αφέλεια. Λες, αναρωτιέμαι και γελάω, να με πέρασε για παντρεμένη με τον αδελφό μου, επειδή γύρισα το δαχτυλίδι; Ίσως κάποτε τα διηγηθώ όλα αυτά στον Στέφανο για να γελάσουμε. Όταν θα φύγει από τη μέση η Ελβίρα.
Μ’ έδιωξε η πουτάνα. Δεν έπιασε ούτε το «Βορειοηπειρώτης», ούτε η «ιστορία» που της ξεφούρνισα.
Αυτή την είχα ακούσει τόσες φορές απ’ τους Αλβανούς που την είχα μάθει απ’ έξω. Ο Μπασκίμ, όπου βρισκόταν και τα έπινε, έλεγε τα ίδια και τα ίδια. Για τη μάνα του, τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά. Για το μέσα της Αλβανίας. Όταν κάποτε την είπα σε κάποιον διαβασμένο, εκείνος παρατήρησε πως το Γκρέμσκι δεν έχει σχέση με τη Βόρειο Ήπειρο. Εγώ τότε του είπα πως όλα τα επάνω βουνά είναι πασσαλειμμένα με τα ίδια σκατά, και τον σιχτίρισα.
Εγώ είμαι Έλληνας, ρε καριόλη, του φώναξα. Απ’ το Όλβιο του Νέστου.
Χτύπησε τα ζώα που είχα ο αφθώδης, όπως τον είπαν, πυρετός, έπεσαν κτηνίατροι, αστυνόμοι, στρατός κι άρχισαν να σκοτώνουν βόδια και πρόβατα. Τα παράτησα κι εγώ όλα και κατέβηκα στην Ελλάδα. Εδώ, στην αρχή, δεν με ήθελε κανένας. Όλοι διάλεγαν τους Αλβανούς, γιατί δούλευαν περισσότερο και με λιγότερα λεφτά. Έγινα κι εγώ ξένος και ξεμπέρδεψα.
Η κωλόγρια, με πέταξε στον δρόμο. Λες, αναρωτιέμαι, να διάβασε την ταυτότητα που έχω στη μέσα τσέπη του μπουφάν και να φοβήθηκε; Εγώ πάντως δεν πάω επάνω με τίποτα. Καλύτερα να κλέψω εδώ, να φάω χώμα, παρά ν’ ανεβώ πάλι στο ποτάμι.
Θυμάμαι πως ένα απ’ τα κάτω παράθυρα του σπιτιού δεν είχε σίδερα. Κι ο Έκτωρ, σκέφτομαι, δεν θα με γαβγίσει. Τόσες μέρες, την έμαθε τη μυρουδιά μου.
*****
Στον κήπο με τις πέτρες του Διαμαντή Αξιώτη
mikrosapoplous.gr
Πηγή εικόνας: abstractartist.info