Το παιδί μου δεν μου μιλάει. Πώς θα το κάνω να «ανοιχτεί»;

Η διαθεσιμότητα του γονιού δεν κρίνεται μόνο από τις μεταφορές με το αυτοκίνητο, από την παροχή φαγητού, από το χειροκρότημα στους αγώνες, την ετοιμασία εορτών και προσφορά δώρων.
Διαθεσιμότητα είναι και το να είσαι κοντά του όταν είναι στεναχωρημένο, πληγωμένο, απογοητευμένο, αποθαρρυνμένο, μοναχικό ή ντροπιασμένο. Όμως συχνά τα παιδιά κρύβουν αυτά τα συναισθήματά τους από τους γονείς ιδίως στα εφηβικά τους χρόνια. Πώς λοιπόν θα μπορέσει ο γονέας να είναι δίπλα του όταν το παιδί τον διώχνει;
Συχνά τα παιδιά έχουν δυσκολία να εκφράσουν πόνο, ντροπή, απογοήτευση, ή θυμό. Αντίθετα, θα ξεσπάσουν αλλού, θα βγάζουν αντιδραστικότητα σε γονείς και αδέρφια, θα σταθούν σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή θα αρνούνται ότι συμβαίνει κάτι και θα αποσύρονται στις οθόνες και στο δωμάτιό τους. Τα σημάδια που χρίζουν προσοχής : μια χρόνια ανικανότητα να αποκοιμηθούν ή να μείνουν ξύπνια, έντονη απουσία όρεξης, αποφυγή του σχολείου και άρνηση να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που προηγουμένως απολάμβαναν, είναι καλό να τα συζητήσετε με ειδικό.
Αλλά με την σωστή προσέγγιση, ο γονέας μπορεί να βοηθήσει το παιδί του ακόμα κι αν το παιδί μοιάζει να έχει σηκώσει τοίχο. Το 1ο βήμα είναι ο γονέας να συντονιστεί με την συναισθηματική κατάσταση του παιδιού. Αν είναι θυμωμένο, κοπανάει πόρτες, μιλάει απότομα ή βρίζει και αυτό δεν γίνεται επειδή είναι αναστατωμένο από κάποιον κανόνα ή εντολή, τότε κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει. Αντί να τρέξετε αμέσως να διορθώσετε τις παιδικές συμπεριφορές , ο γονέας πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει την συναισθηματική φάση του παιδιού. Αφού το κάνει, πολύ γρήγορα θα μπορεί να διορθώσει την αρνητική συμπεριφορά. Για παράδειγμα, «Είσαι θυμωμένος το βλέπω. Ίσως να έχεις κάποιον λόγο και θέλω να τον ακούσω, αλλά δεν μπορείς να πετάς τα ρούχα σου κάτω. Σε παρακαλώ μάζεψέ τα από το πάτωμα και έλα να μιλήσουμε».
Αναγνωρίζοντας το συναίσθημα του παιδιού, το παιδί αισθάνεται ότι το καταλαβαίνετε και ότι μπορείτε να νοιώσετε τι περνάει. Όταν ένα παιδί αναγνωρίσει την συναισθηματική του κατάσταση, έχει περισσότερες πιθανότητες να εκφράσει πώς νοιώθει αντί να αντιδρά. Ας πούμε ότι εκδηλώνει ένταση αναφορικά σε μια συνήθης κατάσταση. Για παράδειγμα, ένα 10χρονο κορίτσι κλαίει με λυγμούς επειδή δεν μπορεί να βρει το μπλουζάκι της. Η πρώτη κίνηση του γονέα είναι να τη βοηθήσει να βρει το μπλουζάκι της ή να χρησιμοποιήσει την κατάσταση σαν μια διδακτική στιγμή και να της υπενθυμίσει να τακτοποιεί το δωμάτιό της. Όμως η πρώτη του κίνηση θα έπρεπε να είναι να αναγνωρίσει το συναίσθημα του παιδιού. «Είσαι αναστατωμένη μα πάρα πολύ αναστατωμένη». Αφού επισημανθεί το συναίσθημά της, μετά μπορεί να το αναγνωρίσει και το ίδιο και να μιλήσει για αυτό. «Δεν μπορώ να βρω το κόκκινο μπλουζάκι μου και το θέλω γιατί τα παιδιά με κοροϊδεύουν όταν φοράω οποιοδήποτε άλλο». Με αυτή την πληροφορία μπορεί ο γονέας να βγάλει άκρη και έχει κάτι πάνω στο οποίο να δουλέψει.
Αφού το παιδί εκφράσει το συναίσθημά του, οι γονείς πρέπει να αποφύγουν να το διορθώσουν ή να κάνουν κήρυγμα και αντιθέτως πρέπει να δείξουν ενσυναίσθηση. «Πονάει. Πρέπει να πονάει πολύ όταν τα παιδιά λένε πράγματα όπως αυτό. Κι εγώ θα πληγωνόμουν και θα ήθελα να φορέσω το κόκκινο μπλουζάκι. Καταλαβαίνω». Όταν το παιδί νοιώσει ότι το καταλαβαίνετε, θα νοιώσει λιγότερο μόνο, πιο κοντά στους γονείς του και οι πιθανότητες να αρχίζει να ανοίγεται και να συζητάει τα προβλήματά του είναι πολύ περισσότερες. Θα γίνει πιο δεκτικό σε συμβουλές, προτάσεις, ενθάρρυνση. Ένα παιδί που παραπονιέται ότι πονάει η κοιλιά του τη Δευτέρα το πρωί, αν δεν υπάρχουν κι άλλες σωματικές ενοχλήσεις, το παιδί μπορεί να περνάει κάποιο ψυχοσωματικό σύμπτωμα. Στην ουσία, το παιδί μπορεί να ανησυχεί για κάτι αλλά δεν μπορεί να το εκφράσει, οπότε η ανησυχία του εκδηλώνεται μέσω ενός σωματικού συμπτώματος. Αν ο γονέας μπορεί να αναγνωρίσει και να κατανοήσει το συναίσθημα, το παιδί αποκτά επίγνωση και μπορεί να μιλήσει για αυτό.
Και πώς μπορείτε να αναγνωρίσετε το συναίσθημά του ; «Οι Δευτέρες είναι δύσκολες. Κι εγώ είχα πόνους στην κοιλιά μου κάποια πρωινά». Αυτό αμέσως βοηθάει το παιδί να νοιώσει λιγότερο μόνο και να συζητήσει περαιτέρω ζητώντας επιβεβαίωση του συμπτώματός του. Όσο πιο ρεαλιστές είναι οι γονείς τόσο πιο άμεσα το παιδί θα συνειδητοποιήσει ότι δεν συμβαίνει μόνο σε εκείνο, θα νιώσει ανακούφιση και ασφάλεια να συζητήσει τι το ανησυχεί και ενδεχομένως πολύ γρήγορα να μην νοιώθει και την αρχική ενόχληση.
Θα μπορούσε να νοιώθει και απογοήτευση. Ας πούμε ένας έφηβος που δεν κατάφερε να τον πάρουν στην ομάδα. Σιωπηρός και αρνητικός να μιλήσει. Σκοπίμως ο γονέας αποφεύγει συναισθήματα και αντιθέτως αναγνωρίζει και κατανοεί πώς αισθάνεται το παιδί. «Είσαι απογοητευμένος κι εγώ θα ήμουν». Πολύ γρήγορα το παιδί νοιώθει λιγότερο μόνο, ότι το καταλαβαίνουν και αυτό εν τέλει του επιτρέπει να ανοιχτεί. Να αναφέρει ότι αισθάνεται πιο αδύναμος και μικρότερος από τους συνομήλικους του. Ο γονέας δείχνοντας ενσυναίσθηση του επιβεβαιώνει ότι είναι δύσκολο να μην νοιώθει δυνατός και ικανός. Μπορεί να του πει μια ιστορία για τη δική του απογοήτευση όταν κόπηκε στη δική του ομάδα όταν τελείωνε το δημοτικό. Το παιδί δεν νοιώθει μόνο και έρχεται πιο κοντά στον γονέα του ο οποίος μοιάζει να έχει περάσει κάτι παρόμοιο.
Παρ` όλο που αυτή την προσέγγιση βρίσκουν λογική οι γονείς, η ανησυχία είναι ότι δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν το σωστό συναίσθημα. Όμως, η λάθος αναγνώριση του συναισθήματος στην ουσία ενθαρρύνει το παιδί να είναι ακόμα πιο αναλυτικό. Το παιδί μπορεί να πει «όχι δεν νοιώθω έτσι. Δεν είμαι στεναχωρημένος, θυμωμένος είμαι». Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει ότι το παιδί θα μιλήσει για το πώς νοιώθει. Η συζήτηση και αναγνώριση του συναισθήματος είναι ο στόχος οπότε ακόμα και όταν ο γονέας διαβάσει λάθος το συναίσθημα, το αποτέλεσμα συνήθως είναι θετικό. Το παιδί αποκτά επίγνωση μέσω της διαδικασίας να σκέφτεται πώς νοιώθει και να διαχωρίσει τις συναισθηματικές του φάσεις.
Όταν ένα παιδί είναι προβληματισμένο με κάτι, το να συντονιστούμε με την συναισθηματική του κατάσταση και διακριτικά να αναγνωρίσουμε το συναίσθημά του, βοηθάει το παιδί να το αναγνωρίζει μόνο του. Όταν ένα παιδί μπορεί να καταλαβαίνει τα συναισθήματά του, είναι πιο καλά εξοπλισμένο να μιλήσει για αυτά. Αντί να το μεταθέτει αλλού και να αντιδρά. Αυτό επίσης επιτρέπει στον γονέα να δείχνει ενσυναίσθηση και έτσι βοηθάει το παιδί να ανοιχτεί. Η ενσυναίσθηση για τα συναισθήματα του παιδιού είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους να βοηθηθεί το παιδί ώστε να νοιώσει λιγότερο μόνο, πιο κοντά στους ανθρώπους που πραγματικά νοιάζονται για αυτό και πιο ικανό να λύνει προβλήματα και να συζητάει το θέμα του με ασφάλεια. Σαφώς και έτσι μεγαλώνει με επίγνωση του εαυτού του και συναισθηματική ασφάλεια.
mothersblog.gr